-
21 терпеть
терпеть 1) υπομένω» κάνω υπομονή, υποφέρω (переносить, испытывать ) 2) (допускать) ανέχομαι 3): \терпеть поражение παθαίνω ήττα; \терпеть неудачу αποτυχαίνω* * *1) υπομένω, κάνω υπομονή, υποφέρω (переносить, испытывать)2) ( допускать) ανέχομαι3)терпе́ть пораже́ние — παθαίνω ήττα
терпе́ть неуда́чу — αποτυχαίνω
-
22 терпеть
терпетьнесов1. (переносить, испытывать) ὑπομένω, ὑποφέρω/ νοιώθω (голод, жажду):\терпеть боль ὑποφέρω τόν πόνο· \терпеть жару́ (холод) ὑπομένω τή ζέστη (τό κρύο)· терпи казак \терпеть атаманом бу́дешь παρηγοριά στον ἄρρωστο ὡσπου νά βγει ἡ ψυχή του·2. (допускать, мириться) ἀνέχομαι:как можно э́то \терпеть? πώς τό ἀνέχεστε αὐτό; не \терпеть возражений δέν ἀνέχομαι ἀντιρρήσεις· он не терпит шу́-ток δέν σηκώνει ἀστεία·3. ὑφίσταμαι, παθαίνω (убытки, потери)! ἀποτυγχάνω (неудачу)) δοκιμάζω (нужду):\терпеть поражение νικιέμαι, ἡττώμαι· \терпеть крушение а) (о судне) ναυαγώ, б) ж.-д. παθαίνω σιδηροδρομικό δυστύχημα· ◊ время не терпит ὁ καιρός ἐπείγει· \терпеть не могу́ кого-л., чего́-л. δέν χωνεύω κάποιον, κάτι. -
23 проглотить
-лочу, -лотишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проглоченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. καταπίνω•проглотить лекарство καταπίνω το φάρμακο.
2. μτφ. πιστεύω αφελώς ή ανέχομαι κάτιαδιαμαρτύρητα: проглотить оскорбление ανέχομαι την προσβολή. || μτφ. συγκρατώ, δε φανερώνω, καταπνίγω•проглотить волнение δε φανερώνω την ταραχή.
3. μτφ. δεν εκφέρω•проглотить слово καταπίνω τη λέξη.
4. μτφ. καταβροχθίζω, διαβάζω γρήγορα.• я проглотитьил за вечер книгу για ένα βράδυ διάβασα ένα βιβλίο.εκφρ.проглотить язык – καταπίνω ή δαγκώνω τη γλώσσα (δέχομαι αδιαμαρτύρητα, το βουλώνω)•язык -тишь – να γλείφεις και τα δάχτυλα (από τη νοστιμάδα). -
24 терпеть
терплю, терпишь, παθ. μτχ. ενστ. терпимый, βρ: -пим, -а, -оρ.δ.1. υπομένω, υποφέρω, βαστώ, αντέχω, κρατώ•терпеть голод, холод αντέχω στην πείνα, στο κρύο•
терпеть боль βαστώ τον πόνο•
-и казак, атаманом будешь παρμ. η υπομονή κερδίζει τα πάντα.
|| ανέχομαι, σηκώνω•он не любит, а только -ит меня αυτός δεν αγαπά, αλλά μόνο με ανέχεται•
он не -ит шутки αυτός δε σηκώνει αστεία, με το αρνητ. μόριο не δεν επιτρέπω, δεν επιδέχομαι•
дело важное, не -ит отлагательство η υπόθεση είναι σοβαρή, δεν επιδέχεται αναβολή.
2. δοκιμάζω, περνώ, διέρχομαι•терпеть нужду περνώ φτώχεια (ανέχεια, ένδεια)•
-поражение δοκιμάζω ήττα•
терпеть неудачу δοκιμάζω αποτυχία•
терпеть фиаско δοκιμάζω φιάσκο•
терпеть лишения περνώ στερήσεις.
|| περιμένω, καρτερώ•дело не -ит η υπόθεση δεν περιμένει•
время не -ит ο καιρός δεν περιμένει•
время -ит ο καιρός περιμένει, υπάρχει ακόμα καιρός.
εκφρ.бумага всё -ит – το χαρτί όλα τα υπομένει (γράψε ό,τι καλό ή άσχημο θέλεις).ανέχομαι, υπομένω κλπ. ρ. ενεργ. φ. терпи, покуда -ится κράτα όσο μπορείς (να κρατήσεις). -
25 ΤΛΑΏ
ΤΛΑΏ, ungebräuchliche Stammform, von der kein praes. vorkommt (vgl. ἀνέχομαι, ὑπομένω u. ä., die es ersetzen); fut. τλήσομαι; aor. ἔτλην, ἔτλαν für ἔτλησαν, Il. 21, 608, τλῆναι, τλῆϑι, τλαῖεν = τλαίησαν, 17, 490; perf., gew. mit Präsensbdtg, τέτληκα, doch auch wirkliches perf., Ar. Plut. 280; davon im plur. synkopirte Formen bei Dichtern, u. sämmtlich mit Präsensbdtg, τέτλαμεν (z. B. Od. 20, 311, wo früher falsch τετλάμεν accentuirt war) u. s. w., imper. τέτλαϑι, τετλάτω, Od. 16, 275, opt. τετλαίην, Il. 9, 373, inf. τετλάναι, bei Hom. τετλάμεν, auch τετλάμεναι, Od. 15, 307, partic., ion. u. ep., τετληώς, ότος, Hom. u. Her., fem. τετληυῖα, Od. 20, 23; nur episch ist der aor. ἐτάλασα, ἐτάλασσα, Il. 17, 166, conj. ταλάσσω, 13, 829. 15, 164, wozu Sp., wie Lycophr. 746, auch das fut. ταλάσσω gebildet haben; – ertragen, auf sich nehmen u. aushalten; von allem Schweren, Mühseligen, Gefährlichen, nie, wie φέρω, von körperlichen Lasten; Hom.; absolut, ἤτοι ἐγὼ μενέω καὶ τλήσομαι, Il. 11, 317; τέτλαϑι, μῆτερ ἐμή, καὶ ἀνάσχεο, 1, 586; τλήσομαι ἐν στήϑεσσιν ἔχων ταλαπενϑέα ϑυμόν, Od. 5, 222; τλήσομαι ἄλγεα πάσχων, 362; oft τετληότι ϑυμῷ, mit standhafter Seele, ausdauerndem, duldendem Gemüthe; auch κραδίη τετληυῖα, 20, 23; c. accus., ἥτις δὴ τέτληκε τόσα, 19, 347; ἔτλην ἀνέρος εὐνήν, Il. 18, 433; ἔτλην δ' οἷ' οὔπω τις ἄλλος, 24, 505; u. bes. c. inf., Etwas unternehmen, über sich gewinnen, od. wagen Etwas zu thun; auch im schlimmen Sinne, sich erdreisten, sich erfrechen; οὔτε λόχονδ' ἰέναι τέτληκας ϑυμῷ, 1, 228; ὅ μευ ἔτλης ἀντίος ἐλϑεῖν, 21, 150; ὃς ἔτλης ἐμεῦ εἵνεκα τείχεος ἐξελϑεῖν, 22, 236; πῶς ἔτλης ἐλϑέμεν οἶος, 24, 519; οὐδέ τις ἔτλη πρὶν πιέειν, πρὶν λεῖψαι ὑπερμενέϊ Κρονίωνι, 7, 480, Keiner wagte es früher zu trinken, mochte früher trinken; μήποτε πενίην ἀνδρὶ τέτλαϑ' ὀνειδίζειν, Hes. O. 720. – So auch Pind. u. Tragg.: οὐκέτι τλάσομαι ψυχᾷ, Pind. P. 3, 41; ἔτλαν πένϑος, I. 6, 37; τλᾶϑι ϑέμεν, P. 4, 276; οἷα χρὴ πάϑη τλῆναι πρὸς Ἥρας τήνδε τὴν νεάνιδα, Aesch. Prom. 706; τλάσομαι τὸ κατϑανεῖν, Ag. 1263; μήτι τλᾷς τὰν ἱκέτιν εἰςιδεῖν, Suppl. 428; πῶς πατρῷα δώματα λιπεῖν ἔτλητε, 322; πῶς ἔτλης σὰς ὄψεις μαρᾶναι, Soph. O. R. 1327, u. öfter; τλῆϑι τὰ μὴ φίλα, Eur. Hec. 1251; τλῆϑι τοὺς σοὺς προςβλέπειν ἔναντίους ἐχϑρούς, Heracl. 943; μὴ τλῇς με προδοῠναι, Alc. 276, u. öfter; οὔπω τέτληκας ἡμῖν φράσαι, Ar. Plut. 280. – In Prosa selten, οὐκέτι ἔτλη εἰς χεῖρας ἐλϑεῖν, Xen. Cyr. 3, 1, 2. – Auch c. partic., καὶ παῖδα γάρ τοι φασὶν Ἀλκμήνης ποτὲ πραϑέντα τλῆναι, Aesch. Ag. 1041; ὅςτε μὴ πρὸς ἁγνὰν σπείρας ἄρουραν ῥίζαν αἱματόεσσαν ἔτλα, Spt. 378.
-
26 ἀν-οχή
ἀν-οχή (ἀνέχω), ἡ, 1) das Aufhalten, bes. ἀνοχαί, der Waffenstillstand, Xen. Mem. 4, 4, 17, neben σπονδαί (nach Moeris hellenistisch für ἀνακωχή); Pol. 2, 6 u. öfter; σπείσασϑαι ἀνοχάς, = ποιεῖσϑαι, Plut. Rom. 19 Pelop. 29; Sp.; ἀνοχῆς γενομένης ἀπὸ τῆς μάχης Alc dam. Od. 668, 30. – 2) ( ἀνέχομαι) Nachsicht, Geduld, N. T.; ἀνοχήν τινος διδόναι, Erlaubniß geben wozu, Hdn. 3, 6, 21. – 3) bei Poll. 4, 157 gleich ἀνατολή, Aufgang.
-
27 ἐξ-αν-έχω
ἐξ-αν-έχω (s. ἔχω), 1) hervorstehen, hervorragen; κεῖϑεν δὲ προτέρωσε μέγας ἀγκὼν ἐξανέχει γαίης, ins Meer hinein, Ap. Rh. 2, 370, vgl. 4, 168; στάλαν ἐξανέχουσαν τύμβῳ Theocr. 22, 207. – 2) Med., auf sich nehmen, erdulden (vgl. ἀνέχομαι), gew. mit dem partic., πῶς ταῠτ' ἐξανασχήσεσϑε τοῖσιν Ἀτρέως ἐμὲ ξυνόντα παισίν Soph. Phil. 1339; οὗ λόγων ἄλγιστ' ἂν ἐξανασχοίμην κλύων O. C. 1176, seine Reden zu hören; ταῠτα παῖδας ἐξανέξεται πάσχοντας, daß die Kinder das leiden, Eur. Med. 74, vgl. Alc. 955 Andr. 200; Ar. Pax 702 Nubb. 1377.
-
28 выносить
1. (удалять откуда-л.) βγάζω έξωμεταφέρω2. (выдерживать, переносить) αντέχω, ανέχομαι 3. мат. βγάζω- за скобки - έξω από την παρένθεση ^(извлекать получать на основании чего-л.) βγάζω, αποκτώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выносить
-
29 допуск
1. (право входа{}доступа{}) η άδεια εισόδου/πρόσβασης 2. тех. η ανοχ/ήназначать - и ορίζω/προσδιορίζω τις - ές2. (предполагать) υποθέτω, θεωρώ, δέχομαι, λαμβάνω ως δεδομένο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > допуск
-
30 вынести
вынести 1) βγάζω, μεταφέρω 2) (вытерпеть) υποφέρω, ανέ χομαι, βαστώ ◇ \вынести впечатле ние αποκομίζω εντύπωση· \вынести резолюцию παίρνω απόφαση* * *1) βγάζω, μεταφέρω2) ( вытерпеть) υποφέρω, ανέχομαι, βαστώ••вы́нести впечатле́ние — αποκομίζω εντύπωση
вы́нести резолю́цию — παίρνω απόφαση
-
31 допускать
1. допускать \допускать из состава команды διαγράφω από την ομά δα 2. допускать, допустить 1) (разрешить) επιτρέπω, ανέχο μαι, παραδέχομαι \допускать к выбо рам επιτρέπω να ψηφίσουν 2) (предположить ) υποθέτω до пустим, что... ας υποθέσουμε ότι.... ◇ \допускать ошибку κάνω λά θος* * *= допустить1) ( разрешить) επιτρέπω, ανέχομαι, παραδέχομαιдопуска́ть к вы́борам — επιτρέπω να ψηφίσουν
2) ( предположить) υποθέτωдопу́стим, что... — ας υποθέσουμε ότι
••допуска́ть оши́бку — κάνω λάθος
-
32 выносить
вы́носить Iсов см. вынашивать.выноси́ть IIнесов1. βγάζω ἐξω, κουβα-λῶ, μεταφέρω/ ἀποκομίζω (уносить)/ ἐκ-βράζω, ρίχνω (выбрасывать течением)-2. (на обсуждение) ὑποβάλλω, θέτω γιά συζήτηση·3. (решение) ἐκδίδω, βγάζω:\выносить приговор ἐκδίδω (или βγάζω) ἀπόφαση· \выносить резолюцию ἐκδίδω ἀπόφαση, παίρνω ἀπόφαση·4. перен (терпеть, выдерживать) ἀνέχομαι, ὑποφέρω, ὑπομένω, ἀντέχω:\выносить жару́ ὑποφέρω τή ζέστη· он не выносит шу́ток δέν σηκώνει ἀστεΐα· ◊ не \выносить кого́-л. δέν ὑποφέρω κάποιον· \выносить убеждение σχηματίζω τήν πεποίθηση· \выносить впечатление ἀποκομίζω ἐντύπωση. -
33 допускать
допускатьнесов1. (разрешать) παραδέχομαι, ἐπιτρέπω, ἀποδέχομαι, ἀνέχομαι:\допускать к экзамену ἐπιτρέπω νά πάρει μέρος στίς ἐξετάσεις· \допускать к выборам ἐπιτρέπω νά ψηφίσουν·2. (предполагать) παραδέχομαι, ἀποδέχομαι, ὑποθέτω:допустим, что это так ἄς ὑποθέσουμε δτι αὐτό εἶναι ἔτσι· ◊ \допускать ошибку κάνω λάθος. -
34 обида
оби́д||аж ἡ προσβολή, τό πείραγμα, ἡ ἀδικία:терпеть \обидаы ἀνέχομαι προσβολές· быть в \обидае на кого-л. εἶμαι δυσαρεστημένος μέ κάποιον он на меня в \обидае εἶναι κακιωμένος μαζύ μου· наносить \обидау προσβάλλω κάποιον· проглотить \обидау καταπίνω τή προσβολή· не давать себя в \обидау δέν ἐπιτρέπω νά μέ προσβάλλουν· не в \обидау будь сказано разг νά μή σοῦ κακοφανεϊ. -
35 потворствовать
потворство||ватьнесов ἀνέχομαι. -
36 потерпеть
потерп||етьсов1. (проявить терпение) ὑπομένω, κάνω ὑπομονή·2. (испытывать, переносить) παθαίνω:\потерпеть кораблекрушение ναυαγώ, καραβοτσακίζομαν \потерпеть поражение νικώμαι, ήττῶμαι, ὑφίσταμαι ἡτταν \потерпеть неудачу ἀποτυχαίνω·3. (допускать) ἀνέχομαι, ἐπιτρέπω:я не \потерпетьлю этого δέν θά τό ἀνεχθώ αὐτό. -
37 ηνέχθην
αόρ. от ανέχομαι -
38 προσβολή
η1) оскорбление, обида;βαρεία ( — или μεγάλη) προσβολ — тяжёлое оскорбление;
προσβολή της τιμής (των ηθών) — оскорбление чести (нравов);
υφίσταμαι προσβολή — подвергаться оскорблению;
ανέχομαι προσβολές — терпеть обиды;
καταπίνω τη προσβολή — проглотить обиду;
αυτό δεν είναι προσβολή — это не оскорбительно;
τί προσβολ! — какое оскорбление!;
2) атака, нападение;υφίσταμαι προσβολή — подвергаться нападению;
3) воен, поражение (цели);4) мед. поражение;η προσβολή τού οργανισμού (τού νεφρού) — поражение организма (почки);
5) мед. приступ, атака;καρδιακή προσβολ — сердечный приступ;
εγκεφαλική προσβολ — инсульт;
6) юр. оспаривание законности (чего-л.), требование об аннулировании (чего-л.);η προσβολή της διαθήκης — требование пересмотра завещания;
7) галоп (лошади) -
39 ανέχομ'
-
40 ἀνέχομ'
См. также в других словарях:
ανέχομαι — ανέχομαι, ανέχτηκα και ανέχθηκα βλ. πίν. 32 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανέχομαι — (ΑΝ) βλ. ανέχω … Dictionary of Greek
ανέχομαι — ανέχτηκα 1. υπομένω, υποφέρω: Απορώ πώς ανέχεσαι τη συμπεριφορά του. 2. συχωρώ, παραβλέπω: Η σημερινή κοινωνία ανέχεται την υποκρισία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνέχομαι — ἀνέχω hold up pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέχομ' — ἀνέχομαι , ἀνέχω hold up pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανέχω — ἀνέχω (AM) [ανέχομαι (AM ἀνέχομαι)] Ι. ενεργ. υποβαστάζω, συγκρατώ αρχ. 1. σηκώνω, ανασηκώνω, κρατώ κάτι ψηλά 2. υποστηρίζω, διατηρώ, συντηρώ 3. αναχαιτίζω, ανακόπτω 4. ανεβαίνω, αναδύομαι, εμφανίζομαι 5. (για γεγονότα) συμβαίνω 6. βγάζω βλαστούς … Dictionary of Greek
δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… … Dictionary of Greek
MAGNA Dies — apud Ioannem c. 19. v. 31. ubi de Parasceve, Η῏ν γὰρ μεγάλη ἡ ἠμέρα ἐκείνου τοῦ ςαββάτου, Erat enim magna dies illius Sabbathi, nihil aliud quam Festum notat: non vero praerogativam aliquam Parasceves prae reliquis necessariô infert, ut quidam… … Hofmann J. Lexicon universale
άρνυμαι — ἄρνυμαι (Α) 1. προσπαθώ να εξασφαλίσω ή να διασώσω 2. αποκτώ, κερδίζω 3. (με κακή σημασία) παίρνω εκδίκηση, τιμωρώ 4. εκλέγω, προτιμώ 5. μεταφέρω, ανέχομαι, σηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ασθενής βαθμίδα αρχαίου ενεστώτα με επίθημα νυ , ο οποίος έχει άμεση… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για … Dictionary of Greek