-
1 кровоизлияние
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кровоизлияние
-
2 паралич
мед. η παράλυσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > паралич
-
3 кровоизлияние
крово||излияниес мед. ἡ αίμορραγία, ἡ αίμόρρυση [-ις], ἡ αίμόρροια:\кровоизлияние в мозг ἡ ἐγκεφαλική αἰμορραγία. -
4 αιμορραγία
η кровотечение; кровоизлияние;εσωτερική αιμορραγία — внутреннее кровотечение;
εγκεφαλική αιμορραγία — кровоизлияние в мозг
-
5 κάψα
I η1) жара, зной;κάνει κάψα — жарко;
2) жар, лихорадка;3) сильное желание κάψα2II η1) твёрдая оболочка;εγκεφαλική κάψα2 — черепная коробка;
2) фарм, капсула;3) хим. чашка' для разогревания или выпаривания; 4) бот. семенная коробочка -
6 προσβολή
η1) оскорбление, обида;βαρεία ( — или μεγάλη) προσβολ — тяжёлое оскорбление;
προσβολή της τιμής (των ηθών) — оскорбление чести (нравов);
υφίσταμαι προσβολή — подвергаться оскорблению;
ανέχομαι προσβολές — терпеть обиды;
καταπίνω τη προσβολή — проглотить обиду;
αυτό δεν είναι προσβολή — это не оскорбительно;
τί προσβολ! — какое оскорбление!;
2) атака, нападение;υφίσταμαι προσβολή — подвергаться нападению;
3) воен, поражение (цели);4) мед. поражение;η προσβολή τού οργανισμού (τού νεφρού) — поражение организма (почки);
5) мед. приступ, атака;καρδιακή προσβολ — сердечный приступ;
εγκεφαλική προσβολ — инсульт;
6) юр. оспаривание законности (чего-л.), требование об аннулировании (чего-л.);η προσβολή της διαθήκης — требование пересмотра завещания;
7) галоп (лошади) -
7 συμπίεση
[-ις (-εως)] η1) сдавливание, сжимание, сжатие; спрессовывание; уплотнение; прессование; 2) сжатость (воздуха и т. п.); 3) компрессия; 4) прям., перен. нагнетание; 5) снижение, сокращение;συμπίεση του μεροκάματου — снижение заработной платы;
§ συμπίεση εγκεφαλική — контузия головы
-
8 συμφόρηση
[-ις (-εως)] η1) скопление, сосредоточение; нагромождение; 2) мед. прилив (чаще к голове); застой;εγκεφαλική συμφόρηση — прилив (крови) к голове;
πνευμονική συμφόρηση — застой крови в лёгких;
3):του 'ρθε συμφόρηση — ему кровь ударила в голову
-
9 stroke
[strəuk] I noun1) (an act of hitting, or the blow given: He felled the tree with one stroke of the axe; the stroke of a whip.) χτύπημα2) (a sudden occurrence of something: a stroke of lightning; an unfortunate stroke of fate; What a stroke of luck to find that money!) χτύπημα,πλήγμα/εύνοια(της τύχης)3) (the sound made by a clock striking the hour: She arrived on the stroke of (= punctually at) ten.) χτύπος ρολογιού4) (a movement or mark made in one direction by a pen, pencil, paintbrush etc: short, even pencil strokes.) κονδυλιά,μολυβιά,πινελιά5) (a single pull of an oar in rowing, or a hit with the bat in playing cricket.) κίνηση,χτύπημα6) (a movement of the arms and legs in swimming, or a particular method of swimming: He swam with slow, strong strokes; Can you do breaststroke/backstroke?) κολυμβητική κίνηση7) (an effort or action: I haven't done a stroke (of work) all day.) στάλα(δουλειά)8) (a sudden attack of illness which damages the brain, causing paralysis, loss of feeling in the body etc.) εγκεφαλική συμφόρηση, εγκεφαλικό•II 1. verb(to rub (eg a furry animal) gently and repeatedly in one direction, especially as a sign of affection: He stroked the cat / her hair; The dog loves being stroked.) χαϊδεύω2. noun(an act of stroking: He gave the dog a stroke.) χάδι -
10 кровоизлияние
-я ουδ.αιμορραγία, αιμόρροια•кровоизлияние мозга εγκεφαλική αιμορραγία.
-
11 черепно-мозговой
επ.εγκεφαλικός•-ая операция εγκεφαλική εγχείρηση•
-ые нервы εγκεφαλικά νεύρα.
См. также в других словарях:
αποπληξία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από απότομη απώλεια της συνείδησης (εγκεφαλικό ίκτους), της κινητικότητας και της αισθητικότητας και οφείλεται συνήθως σε εγκεφαλική αιμορραγία, μπορεί όμως να προκληθεί και από θρόμβωση ή εμβολή αιμοφόρου αγγείου του… … Dictionary of Greek
εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… … Dictionary of Greek
εκλαμψία — Επικίνδυνο σύνδρομο που προσβάλλει τις γυναίκες κατά την κύηση, τον τοκετό ή τη λοχεία. Το 85% των περιπτώσεων παρατηρείται στις πρωτότοκες και κυρίως κατά τους τρεις τελευταίους μήνες της κύησης ή 48 ώρες έως έξι εβδομάδες μετά τον τοκετό. Ο… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
καρωτίδες — Αρτηρίες που μεταφέρουν το αίμα από την καρδιά στον λαιμό και στο κεφάλι. Βρίσκονται ανά τρεις στις δύο πλευρές του σώματος (δεξιά αριστερά): η κοινή, η έσω και η έξω κ. Η δεξιά κοινή κ. ξεκινά από την ανώνυμη αρτηρία και η αριστερή από το… … Dictionary of Greek
μήνιγγες — Μεμβράνες που περιβάλλουν το κεντρικό νευρικό σύστημα, δηλαδή τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο σωλήνα. Είναι τρεις· από τα έξω προς τα μέσα: η σκληρά, ινώδους σύστασης και πολύ ανθεκτική, η αραχνοειδής, που στερείται αγγείων, είναι λεπτότατη και… … Dictionary of Greek
ανθρωπομετρία — Η αναζήτηση όλων των αναγκαίων και δυνατών μεθόδων για να γίνει όσο μπορεί πιο αντικειμενική η περιγραφή της ανθρώπινης μορφής. Την α. ως σύγχρονο επιστημονικό κλάδο εγκαινίασε ο Βέλγος Αντόλφ Κετελέ (1796 1874) με τη θεωρία του περίμέσου… … Dictionary of Greek
ασφυξία — Παθολογική κατάσταση, η οποία εκδηλώνεται όταν η παροχή του οξυγόνου στους ιστούς γίνεται ανεπαρκής, με αποτέλεσμα τη διατάραξη των εξεργασιών της οξείδωσης, που αποτελούν τη βάση των ενεργειακών μεταβολών του οργανισμού. Τα αίτια της α. είναι… … Dictionary of Greek
διάσειση — Παθολογική κατάσταση που μπορεί να αφορά οποιοδήποτε όργανο του σώματος, κατά την οποία διαταράσσονται πρόσκαιρα οι λειτουργίες του, χωρίς να συνυπάρχει ανιχνεύσιμη ανατομική βλάβη. Συνηθέστερα παρατηρείται η εγκεφαλική δ., που προκαλείται από… … Dictionary of Greek
διπληγία — η αμφίπλευρη παράλυση από εγκεφαλική βλάβη … Dictionary of Greek
εγκεφαλικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εγκέφαλο ή προέρχεται απ αυτόν («εγκεφαλική διατάραξη») 2. (για λογοτεχνικά έργα) χωρίς ποιητική έμπνευση, αποτέλεσμα σκέψης και θεωρίας, αυστηρά ή κυρίως, λογικό, διανοητικό … Dictionary of Greek