-
1 ανέφικτος
-
2 ἀνέφικτος
-
3 ανεφικτος
-
4 ἀνέφικτος
ἀνέφικτος, ον,A out of reach, unattainable, Ph.1.228,al., Phld.Rh. 1.27S., Plu.2.54d, Luc.Herm.67, Jul.Or.2.82d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνέφικτος
-
5 ανέφικτος
η, ο [ος, ον ] недоступный, недостижимый, недосягаемый; неосуществимый -
6 ανέφικτος
[анэфиктос] εκ. недостижимый, недоступный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανέφικτος
-
7 ἀνέφικτος
-ος,-ον A 0-0-0-0-1=1 3 Mc 2,15out of reach, unattainable; neol. -
8 ανέφικτος
[анэфиктос] επ недостижимый, недоступный. -
9 ἀνέφικτος
ἀν-έφ-ικτος, unerreichbar, unmöglich -
10 ανεφικτότερον
ἀνέφικτοςout of reach: adverbial compἀνέφικτοςout of reach: masc acc comp sgἀνέφικτοςout of reach: neut nom /voc /acc comp sg -
11 ἀνεφικτότερον
ἀνέφικτοςout of reach: adverbial compἀνέφικτοςout of reach: masc acc comp sgἀνέφικτοςout of reach: neut nom /voc /acc comp sg -
12 невозможный
-
13 ανεφικτότατον
ἀνέφικτοςout of reach: masc acc superl sgἀνέφικτοςout of reach: neut nom /voc /acc superl sg -
14 ἀνεφικτότατον
ἀνέφικτοςout of reach: masc acc superl sgἀνέφικτοςout of reach: neut nom /voc /acc superl sg -
15 ανεφίκτως
-
16 ἀνεφίκτως
-
17 ανέφικτ'
ἀνέφικτα, ἀνέφικτοςout of reach: neut nom /voc /acc plἀνέφικτε, ἀνέφικτοςout of reach: masc /fem voc sg -
18 ἀνέφικτ'
ἀνέφικτα, ἀνέφικτοςout of reach: neut nom /voc /acc plἀνέφικτε, ἀνέφικτοςout of reach: masc /fem voc sg -
19 ανέφικτον
-
20 ἀνέφικτον
См. также в других словарях:
ἀνέφικτος — out of reach masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανέφικτος — η, ο (AM ἀνέφικτος, ον) 1. ακατόρθωτος, ανεπίτευκτος, απραγματοποίητος αρχ. απλησίαστος με τη σκέψη, ακατανόητος … Dictionary of Greek
ανέφικτος — η, ο άφταστος, ακατόρθωτος: Αυτό που κυνηγάς νομίζω πως είναι ανέφικτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεφικτότερον — ἀνέφικτος out of reach adverbial comp ἀνέφικτος out of reach masc acc comp sg ἀνέφικτος out of reach neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεφικτότατον — ἀνέφικτος out of reach masc acc superl sg ἀνέφικτος out of reach neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεφίκτως — ἀνέφικτος out of reach adverbial ἀνέφικτος out of reach masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέφικτον — ἀνέφικτος out of reach masc/fem acc sg ἀνέφικτος out of reach neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεφίκτοις — ἀνέφικτος out of reach masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεφίκτου — ἀνέφικτος out of reach masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεφίκτους — ἀνέφικτος out of reach masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεφίκτων — ἀνέφικτος out of reach masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)