Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἀνέφικτος

  • 1 невозможный

    невозможный αδύνατος, ανέφικτος
    * * *
    αδύνατος, ανέφικτος

    Русско-греческий словарь > невозможный

  • 2 невыполнимость

    το απραγματοποίητο
    το ανέφικτο
    -ый απραγματοποίητος, ανέφικτος

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > невыполнимость

  • 3 невозможный

    невозмо́жн||ый
    прил
    1. ἀδύνατος, ἀκατόρθωτος, ἀνέφικτος:
    нет ничего \невозможныйого δέν ὑπάρχει τίποτε τό ἀδύνατο (или τό ἀκατόρθωτο)· сделать \невозможныйым καθιστώ ἀδύνατο·
    2. (нестерпимый) разг ἀνυπόφορος:
    \невозможныйая духота ἡ ἀνυπόφορη πνιγη/ρή ἀτμόσφαιρα· \невозможныйый характер ὁ ἀνυπόφορος χαρακτήρας.

    Русско-новогреческий словарь > невозможный

  • 4 невыполнймый

    невыполн||ймый
    прил ἀπραγματοποίητος, ἀνέφικτος, ἀκατόρθωτος:
    \невыполнймыйймое желание ἡ ἀπραγματοποίητη ἐπιθυμία.

    Русско-новогреческий словарь > невыполнймый

  • 5 недостижимый

    недостижи́м||ый
    прил ἀκατόρθωτος, ἀνέφικτος, ἄφθαστος:
    \недостижимыйое счастье ἡ ᾶφ-θαστη εὐτυχία· \недостижимыйая цель ὁ ἀπραγματοποίητος σκοπός.

    Русско-новогреческий словарь > недостижимый

  • 6 impossible

    [im'posəbl]
    1) (that cannot be or be done: It is impossible to sing and drink at the same time; an impossible task.) αδύνατος,ανέφικτος
    2) (hopelessly bad or wrong: That child's behaviour is quite impossible.) ανυπόφορος
    - impossibility

    English-Greek dictionary > impossible

  • 7 невозможный

    επ., βρ: -жен, -жна, -жно.
    1. αδύνατος• ακατόρθωτος, ανεπίτευκτος, ανέφικτος, απραγματοποίητος•

    зто вещь -ая αυτό είναι ένα πράγμα αδύνατο•

    совершенно -ое д-ло τελείως απραγματοποίητη υπόθεση.

    ουσ. -о, 6. ουδ. το αδύνατο•

    и -ое возможно και το αδύνατο είναι δυνατό•

    нет ничего -ого δεν υπάρχει, τίποτε το αδύνατο (που δεν μπορείνα γίνει).

    2. ανυπόφορος, αφόρητος•

    -ая боль αβάσταχτος πόνος•

    -ая жара αφόρητη ζέστη•

    -характер ανυπόφορος χαρακτήρας.

    || πολύ μεγάλος πλήρης•

    невозможный беспорядок вещей μεγάλη αταξία πραγμάτων.

    3. ανεπίτρεπτος, απαράδεχτος•

    -ая халитность απαράδεχτη χαλαρότητα.

    Большой русско-греческий словарь > невозможный

  • 8 недостижимый

    επ.
    -жим, -а, -о
    απρόσιτος, άφταστος, ανέφικτος απροσπέλαστος•

    -ая вышина απρόσιτο υψος.

    || απραγματοποίητος•

    -ая цель απραγματοποίητος σκοπός•

    -ая мечта χίμαιρα, ονειροπόλημα.

    Большой русско-греческий словарь > недостижимый

См. также в других словарях:

  • ἀνέφικτος — out of reach masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανέφικτος — η, ο (AM ἀνέφικτος, ον) 1. ακατόρθωτος, ανεπίτευκτος, απραγματοποίητος αρχ. απλησίαστος με τη σκέψη, ακατανόητος …   Dictionary of Greek

  • ανέφικτος — η, ο άφταστος, ακατόρθωτος: Αυτό που κυνηγάς νομίζω πως είναι ανέφικτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνεφικτότερον — ἀνέφικτος out of reach adverbial comp ἀνέφικτος out of reach masc acc comp sg ἀνέφικτος out of reach neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεφικτότατον — ἀνέφικτος out of reach masc acc superl sg ἀνέφικτος out of reach neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεφίκτως — ἀνέφικτος out of reach adverbial ἀνέφικτος out of reach masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέφικτον — ἀνέφικτος out of reach masc/fem acc sg ἀνέφικτος out of reach neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεφίκτοις — ἀνέφικτος out of reach masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεφίκτου — ἀνέφικτος out of reach masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεφίκτους — ἀνέφικτος out of reach masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεφίκτων — ἀνέφικτος out of reach masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»