-
21 невыполнимость
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > невыполнимость
-
22 невозможный
невозмо́жн||ыйприл1. ἀδύνατος, ἀκατόρθωτος, ἀνέφικτος:нет ничего \невозможныйого δέν ὑπάρχει τίποτε τό ἀδύνατο (или τό ἀκατόρθωτο)· сделать \невозможныйым καθιστώ ἀδύνατο·2. (нестерпимый) разг ἀνυπόφορος:\невозможныйая духота ἡ ἀνυπόφορη πνιγη/ρή ἀτμόσφαιρα· \невозможныйый характер ὁ ἀνυπόφορος χαρακτήρας. -
23 невыполнймый
невыполн||ймыйприл ἀπραγματοποίητος, ἀνέφικτος, ἀκατόρθωτος:\невыполнймыйймое желание ἡ ἀπραγματοποίητη ἐπιθυμία. -
24 недостижимый
недостижи́м||ыйприл ἀκατόρθωτος, ἀνέφικτος, ἄφθαστος:\недостижимыйое счастье ἡ ᾶφ-θαστη εὐτυχία· \недостижимыйая цель ὁ ἀπραγματοποίητος σκοπός. -
25 ανεφίκτοις
-
26 ἀνεφίκτοις
-
27 ανεφίκτου
-
28 ἀνεφίκτου
-
29 ανεφίκτους
-
30 ἀνεφίκτους
-
31 ανεφίκτω
-
32 ἀνεφίκτῳ
-
33 ανεφίκτων
-
34 ἀνεφίκτων
-
35 ανέφικτα
-
36 ἀνέφικτα
-
37 ανέφικτοι
-
38 ἀνέφικτοι
-
39 impossible
[im'posəbl]1) (that cannot be or be done: It is impossible to sing and drink at the same time; an impossible task.) αδύνατος,ανέφικτος2) (hopelessly bad or wrong: That child's behaviour is quite impossible.) ανυπόφορος•- impossibility -
40 невозможный
επ., βρ: -жен, -жна, -жно.1. αδύνατος• ακατόρθωτος, ανεπίτευκτος, ανέφικτος, απραγματοποίητος•зто вещь -ая αυτό είναι ένα πράγμα αδύνατο•
совершенно -ое д-ло τελείως απραγματοποίητη υπόθεση.
ουσ. -о, 6. ουδ. το αδύνατο•и -ое возможно και το αδύνατο είναι δυνατό•
нет ничего -ого δεν υπάρχει, τίποτε το αδύνατο (που δεν μπορείνα γίνει).
2. ανυπόφορος, αφόρητος•-ая боль αβάσταχτος πόνος•
-ая жара αφόρητη ζέστη•
-характер ανυπόφορος χαρακτήρας.
|| πολύ μεγάλος πλήρης•невозможный беспорядок вещей μεγάλη αταξία πραγμάτων.
3. ανεπίτρεπτος, απαράδεχτος•-ая халитность απαράδεχτη χαλαρότητα.
См. также в других словарях:
ἀνέφικτος — out of reach masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανέφικτος — η, ο (AM ἀνέφικτος, ον) 1. ακατόρθωτος, ανεπίτευκτος, απραγματοποίητος αρχ. απλησίαστος με τη σκέψη, ακατανόητος … Dictionary of Greek
ανέφικτος — η, ο άφταστος, ακατόρθωτος: Αυτό που κυνηγάς νομίζω πως είναι ανέφικτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεφικτότερον — ἀνέφικτος out of reach adverbial comp ἀνέφικτος out of reach masc acc comp sg ἀνέφικτος out of reach neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεφικτότατον — ἀνέφικτος out of reach masc acc superl sg ἀνέφικτος out of reach neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεφίκτως — ἀνέφικτος out of reach adverbial ἀνέφικτος out of reach masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέφικτον — ἀνέφικτος out of reach masc/fem acc sg ἀνέφικτος out of reach neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεφίκτοις — ἀνέφικτος out of reach masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεφίκτου — ἀνέφικτος out of reach masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεφίκτους — ἀνέφικτος out of reach masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεφίκτων — ἀνέφικτος out of reach masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)