-
1 αμάρα
ἀμάρᾱ, ἀμάραtrench: fem nom /voc /acc dualἀμάρᾱ, ἀμάραtrench: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀμάραι, ἀμάραtrench: fem nom /voc plἀμάρᾱͅ, ἀμάραtrench: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἀμάρα
-
3 αμαρα
эп. ἀμάρη (ᾰμᾰ) ἥ ров, канава Hom., Theocr. -
4 ἀμάρα
A trench, conduit, channel, for watering meadows,χερσὶ μάκελλαν ἔχων, ἀμάρης ἐξ ἔχματα βάλλων Il.21.259
;κρηναῖαι ἀμάραι A.R.3.1392
;βάλλεις εἰς ἀμάραν με Theoc.27.53
, cf. Sapph.151, Call.Cer.30, PFlor.50.106. -
5 ἀμάρα
ἀμάρα, Graben, Wasserleitung -
6 ἀμάρα
Grammatical information: f.Meaning: `trench, channel' (Il.). Cf. ἀμάρευμα· ἁθροίσματα βορβόρου H. and ἡ ἐν τοῖς κήποις ὑδρορόη, παρὰ τό ἅμα καί ἴσως καί ὁΏμαλῶς ῥεῖν, η οἷον ἁμαρόη τις οὖσα H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The Hesychius gloss is interesting as it gives a reconstruction for the supposed origin; *ἀμα-ρόη; the idea is incorrect, of course. - Connected with δι-, ἐξ-αμᾶν as meaning `dig out', ἄμη `shovel' (Schulze Q. 365f., Solmsen Wortforschung 194ff.). Crönert s. v. reminds of Cypr. ἀμιραφι. - Now considered cognate with Hitt. amii̯ar(a)- `canal': G. Neumann, Heth. u. luw. Sprachgut 91f, Laroche, BSL 51, XXXIII. (But the words have only am- in common.) Oriental loanword? But it could as well be a word from the Greek-Anatolian substratum. - Cf. also Alb. amë `river-bed, source' and river names like Amantia, Amana, Amara etc., Krahe Beitr. z. Namenforschung 4, 52f. Cf. Kuiper, Nowele 25, 1995, 73-5. This comparison is formally better than that with Hittite. - Cf. ἀμαρία.Page in Frisk: 1,86Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀμάρα
-
7 ἀμάρα
Βλ. λ. αμάρα -
8 ἀμάρᾳ
Βλ. λ. αμάρα -
9 αμάρα
η1) канализационный сток, клоака; 2) зоол клоака -
10 κουλ(λ)αμάρα
η отсутствие руки или рук -
11 κουλ(λ)αμάρα
η отсутствие руки или рук -
12 τρελ(λ)αμάρα
η см. τρέλ(λ)α -
13 τρελ(λ)αμάρα
η см. τρέλ(λ)α -
14 αμάρας
-
15 ἀμάρας
-
16 αμάραι
-
17 ἀμάραι
-
18 αμαρη
-
19 αμάραν
-
20 ἀμάραν
См. также в других словарях:
ἀμάρα — ἀμάρᾱ , ἀμάρα trench fem nom/voc/acc dual ἀμάρᾱ , ἀμάρα trench fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμάρᾳ — ἀμάραι , ἀμάρα trench fem nom/voc pl ἀμάρᾱͅ , ἀμάρα trench fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-αμάρα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη τής νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά, που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή λεκτικό χαρακτηρισμό. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε αρχικά από μεγεθυντικά ουδέτερα σε αμα:… … Dictionary of Greek
αμάρα — I (amara). Επιστημονική ονομασία γένους κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των καραβιδών. Ζουν σε πολλές περιοχές της Ευρώπης, πάνω σε διάφορα φυτά. Είναι πολύ μικρά σε μέγεθος και έχουν ελλειψοειδές σώμα, με δύο νηματοειδείς κεραίες στο κεφάλι … Dictionary of Greek
αμάρα — η αυλάκι για πότισμα, οχετός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμάρας — ἀμάρᾱς , ἀμάρα trench fem acc pl ἀμάρᾱς , ἀμάρα trench fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμάραι — ἀμάρα trench fem nom/voc pl ἀμάρᾱͅ , ἀμάρα trench fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμάραν — ἀμάρᾱν , ἀμάρα trench fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαρᾶν — ἀμάρα trench fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαρῶν — ἀμάρα trench fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμάραις — ἀμάρα trench fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)