Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐξ-αμᾶν

См. также в других словарях:

  • αμάν — (λ. αραβ.), επιφών. λύπης, βαριεστιμάρας, ελέους, οίκτου: Αμάν πια, δεν αντέχω άλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμάν — επιφών. εκφράζει: 1. θερμή ικεσία 2. θαυμασμό και έκπληξη 3. αγανάκτηση 4. λύπη, πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. < τουρκ. επιφών. aman] …   Dictionary of Greek

  • ἀμᾶν — ἀ̱μᾶν , ἁμός 1 masc/fem gen pl (doric) ἄμη shovel fem gen pl (doric aeolic) ἀ̱μᾶν , ἀμάω 1 reap corn pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀ̱μᾶν , ἀμάω 1 reap corn pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀ̱μᾶν , ἀμάω 1 reap corn pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμᾷν — ἀ̱μᾷν , ἀμάω 1 reap corn pres inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμάν — ἀ̱μά̱ν , ἁμός 1 fem acc sg (doric aeolic) ἀμά̱ν , ἡμός fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμᾶν — ἁ̱μᾶν , ἁμός 1 masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμάν — ἁ̱μά̱ν , ἁμός 1 fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμαν — ἄμᾱν , ἄμη shovel fem acc sg (doric aeolic) ἄ̱μᾱν , ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱μᾱν , ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἄ̱μᾱν , ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱μᾱν ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅμαν — ἄμᾱν , ἄμη shovel fem acc sg (doric aeolic) ἄ̱μᾱν , ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱μᾱν , ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἄ̱μᾱν , ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱μᾱν ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καφέ αμάν — το κέντρο διασκεδάσεως όπου τραγουδιούνταν τουρκικοί αμανέδες με τη συνοδεία μουσικών οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kahve «καφές» + τουρκ. επιφών. aman] …   Dictionary of Greek

  • Μαρδοχαίος — Βιβλικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, καταγόταν από την Ιουδαία και ήταν θείος και προστάτης της Εσθήρ. Όταν ο βασιλιάς της Περσίας Αρταξέρξης (σύμφωνα με τους Ο’) διάλεξε την Εσθήρ για σύζυγό του και βασίλισσα, ο Μ. και η ανιψιά του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»