-
1 αμύνονται
-
2 ἀμύνονται
-
3 ἀμύνω
1 ward off, repulse τι (ἀπό τινος, πρό τινος)καὶ γὰρ αὐτὰ ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς ὅμως μυνεν ὕβριν κνωδάλων N. 1.50
ἐν πολέμῳ κείνα θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου N. 9.37
γαστρὶ δὲ πᾶς τις ἀμύνων λιμὸν αἰανῆτέταται I. 1.49
ὅστις ἐν ταύτᾳ νεφέλᾳ χάλαζαν αἵματος πρὸ φίλας πάτρας ἀμύνεταιλοιγὸν ἀμύνωνἐναντίῳ στρατῷ ( λοιγὸν ἀμφιβαλὼν coni. A. W. Mair.) I. 7.27 pass., φθονεροὶ δ' ἀμύνονται ἄτᾳ (byz.: ἀμύνοντ' ἄτᾳ, ἄτα codd.: ἆται Hermann: ἄτᾳ expungens < ἀλλ> supp. Boeckh: < τᾶν> Thiersch: med. aut pass. interpr. Σ, edd.: τῇ ἑαυτῶν ἄτῃ καὶ βασκανίᾳ ἀμύνονται καὶ βλάπτονται. Σ.: “Die Neider werden durch Schaden ferngehalten.” Thummer) P. 11.54 -
4 ἄτα
1 ruin, doom κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον sc.Τάνταλος O. 1.57
βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν the city of Augeas destroyed by Herakles O. 10.37 ( δόλιος ἀστός) σαίνων ποτὶ πάντας ἄταν πάγχυ διαπλέκει (Heyne: ἀγὰν Boeckh: ἄγαν codd.) P. 2.82 φθονεροὶ δ' ἀμύνονται ἄτᾳ (ἄτᾳ, ἄτα codd.: ἆται Hermann: ἄτᾳ expungens < ἀλλ> add. Boeckh, < τᾶν> Thiersch: locus conclamatus) P. 11.55φαινομέναν δ' ἄῤ ἐς ἄταν σπεῦδεν ὅμιλος ἱκέσθαι N. 9.21
-
5 φθονερός
1 enviousἔννεπε κρυφᾷ τις αὐτίκα φθονερῶν γειτόνων O. 1.47
pro subs.,ἀλλ' οὐδὲ ταῦτα νόον ἰαίνει φθονερῶν P. 2.90
φθονεροὶ δ' ἀμύνονται ἄτᾳ ( ἆται Hermann: alii alia coni.) P. 11.54ὄψον δὲ λόγοι φθονεροῖσιν N. 8.21
of things, inspired by envy,μὴ φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις ἐπικύρσαιεν P. 10.20
χρή νιν (= ἀρετὰν)εὐρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.44
ὅτι φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες I. 2.43
n. pl. pro adv.,φθονερὰ δ' ἄλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει N. 4.39
-
6 ἀμύνω
Aἄμῡνον Il.15.731
: [tense] fut. ἀμῠνῶ, [dialect] Ion.- ῠνέω Hdt. 9.60
, [ per.] 3pl. - εῦσι ib.6: [tense] aor. 1 ἤμῡνα, [dialect] Ep. ἄμυνα [pron. full] [ᾰμ] Il.17.615: [tense] aor. 2, v. ἀμυνάθω:—[voice] Med., [dialect] Ep. [tense] impf. ἀμυνόμην ib.13.514: [tense] fut. ἀμυνοῦμαι: [tense] aor. 1 ἠμυνάμην: [tense] aor. 2, v. ἀμυνάθω:—[voice] Pass. rare (v. infr. c):—keep off, ward off, Hom., mostly in Il.—Construction:1 c.acc. of the person or thing to be kept off, c. dat. pers. for or from whom danger averted, Δαναοῖσιν λοιγὸν ἄμυνον ward off ruin from the Danai, Il. 1.456, cf. 341, Od.8.525:—dat. freq. omitted,ὃς λοιγὸν ἀμύνει Il.5.603
;ἄ. τὸν βάρβαρον Pl.Lg. 692e
, cf.AB79. b. c. dat. only, defend, aid, succour, ἀ. ὤρεσσι, σοῖσιν ἔτῃσι, Il.5.486, 6.262, cf. Od.11.500, Hdt.8.87, 9.6, etc.; τοιαῦτ' ἀμύνεθ' Ἡρακλεῖ such aid ye give to H., E.HF 219; ἀ. τῇ πόλει, τῷ δήμῳ, Ar.Eq. 577, 790; , Th.3.67:—with inf. added, τοῖς μὲν οὐκ ἠμύνατε σωθῆναι so that they might be saved, Th.6.80.2 c. acc. et gen., Τρῶας ἄμυνε νεῶν he kept the Trojans off from the ships, Il.15.731, cf.4.11, 12.402. b. c. gen. only, ἀ. νηῶν defend the ships, ib.13.109.3 abs., succour, χεῖρες ἀμύνειν hands to aid, ib. 814; ἀμύνειν εἰσὶ καὶ ἄλλοι ib. 312;ὦ ξυνδικασταί.. ἀμύνατε
help!Ar.
V. 197; means of defence,Hdt.
3.155: c. dat. modi, δθένει ἀ. defend with might, Il.13.678.4 with Preps., once in Hom. with περί, ἀμυνέμεναι περὶ Πατρόκλοιο (cf. B.1.3) ib.17.182; in Prose,ἀ. ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος Pl.Lg. 692d
;ἀ. πρὸ πάντων Plb.6.6.8
.II less freq. like B. 11, requite, repay,ἔργ' ἀμύνουσιν κακά S.Ph. 602
;ἀμύνειν.. τοῖσδε τοῖς λόγοις τάδε Id.OC 1128
.B [voice] Med., keep or ward off from oneself, guard or defend oneself against, freq. with collat. notion of requital, revenge:1 c. acc. rei,ἀμύνετο νηλεὲς ἦμαρ Il.13.514
;ἀμύνεσθαι μόρον A.Ag. 1381
;τὸ δυστυχὲς γὰρ ηὑγένει' ἀμύνεται E.Heracl. 303
, cf. S.Fr. 1004. b. c.acc. pers.,ἀ. τὴν Δαρείου στρατιήν Hdt.3.158
;ἐκεῖνον ἠμύναντο S.Fr. 589
.2 that from which danger is warded off in gen., as in [voice] Act.1.2,ἀμυνόμενοι σφῶν αὐτῶν Il.12.155
; νηῶν ἠμύνοντο ib. 179.3 with Preps., ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης ib. 243;περὶ τῶν οἰκείων Th.2.39
;ὑπέρ τινος X.Cyn.9.9
.4 abs., defend oneself, act in self-defence,ἀμύνεσθαι φίλον ἔστω Il.16.556
;ἢν συλλαμβανόμενος ἀμύνηται Hdt.1.80
, cf. 4.174,al.;ἀλλ' ἀμύνου Ar.Eq. 244
; ;οὐδ' ἀμυνόμενος ἀλλ' ὑπάρχων Isoc.16.44
, cf. Pl.Grg. 456e;κακῶς πάσχοντα ἀ. ἀντιδρῶντα κακῶς Pl.Cri. 49d
;ἂν ᾖ χαρίεις, ἀ. εὖ δρῶν Arist.EN 1162b10
.II after Hom., ἀ. τινά avenge oneself on an enemy: hence, requite, repay, Ar.Nu. 1428, etc.: freq. c. dat. instr., ;ἀ. τινὰ σιδήρῳ Antipho 4.2.2
; τοῖς ὁμοίοις, ἀρετῇ, Th.1.42, 4.63;ὠμότητα ὠμότητι D.S.14.53
; ἀ. τινὰς ὑπέρ τινος to punish for a thing, Th.5.69; good sense, Simon.229;ἀ. ὁμοίως εὖ παθόντα, ὥσπερ κακῶς Socr.
ap. Arist.Rh. 1398a25: abs., retaliate, c. dat. instr.,ταῖς ναυσίν Th.1.142
;ἀ. ὧν ἔπαθον 1.96
.
См. также в других словарях:
ἀμύνονται — ἀμύ̱νονται , ἀμύνω keep off pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχοφόρος — Μεγάλο θαλασσόβιο θηλαστικό της οικογένειας των οδοβαινιδών. Χαρακτηρίζεται από τους ισχυρούς χαυλιόδοντες που έχει το αρσενικό. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 2 είδη: τον τ. τον ροσμάρο που ζει στον βόρειο Παγωμένο Ωκεανό και τον τ. τον ογκώδη, που… … Dictionary of Greek
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… … Dictionary of Greek
απόβαση — Επιθετική πολεμική επιχείρηση από τη θάλασσα, με δυνάμεις που μεταφέρονται κυρίως με πλοία ή άλλα σκάφη, με σκοπό την κατάληψη ενός μέρους εχθρικής ακτής και την εγκατάσταση προγεφυρώματος. Στη σύγχρονη στρατιωτική ορολογία, η α. συναντάται με… … Dictionary of Greek
εχινοειδή — Ομοταξία εχινόδερμων ζώων. Τo σώμα τους αποτελείται από δύο ασβεστολιθικές πλάκες ενωμένες μεταξύ τους, που σχηματίζουν ένα στρογγυλό όστρακο που φέρει αγκάθια. Αν αφαιρεθούν τα αγκάθια, τότε φαίνεται η διάταξη των πλακών, σε πέντε ζώνες με… … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
ανεμώνη της θάλασσας — (actiniaria).Κοινή ονομασία κοιλεντερωτών ανθοζώων. Βρίσκονται σε όλες τις θάλασσες και κυρίως κοντά στις ακτές και με τις παλιρροϊκές μετατοπίσεις των νερών εμφανίζονται κολλημένες πάνω σε βράχους ή σε σκληρά αντικείμενα. Το σαρκώδες και γεμάτο… … Dictionary of Greek
βιοτεχνολογία — Το σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες αξιοποιούνται οι οργανισμοί και οι διεργασίες τους, ώστε να παραχθούν προϊόντα και να παρασχεθούν υπηρεσίες, προς όφελος του ανθρώπου. Με βάση τον ορισμό της, η β. περιλαμβάνει πρακτικές, γνωστές στον… … Dictionary of Greek
μπάσκετ-μπολ ή καλαθοσφαίριση — Ομαδική αθλοπαιδιά που διεξάγεται μέσα σε προκαθορισμένα χρονικά όρια, κατά τα οποία οι δύο αντιμέτωπες ομάδες, ενώ κάθε μια προστατεύει ένα ειδικό καλάθι, προσπαθούν να στείλουν με τα χέρια μια μπάλα στο καλάθι της αντίπαλης ομάδας. Κάθε φορά… … Dictionary of Greek
Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… … Dictionary of Greek