Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀμύνεται

См. также в других словарях:

  • ἀμύνεται — ἀμύ̱νεται , ἀμύνω keep off aor subj mid 3rd sg (epic) ἀμύ̱νεται , ἀμύνω keep off pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • BONASUS sive BONACUS — BONASUS, sive BONACUS Βονασὸς vel Βόναςςος Graecis, Paeonibus Μονωπὸς vel Μόναπος; melius Βονακὸς Salmafio, quasi Βούνακος vel Βοόνακος, quod corium bovis habeat com pilis; Animal Paeoniae peculiare, his verbis describitur Solino c. 40. In his… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αμυνίας — ἀμυνίας, ο (Α) αυτός που αμύνεται, που βρίσκεται σε θέση άμυνας, ο αμυντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμυνα + ίας ή απευθείας από το ρ. ἀμύνω. Ο τύπος χρησιμοποιείται κανονικά ως κύριο όνομα, αλλά επίσης με κωμική έννοια στον Αριστοφάνη] …   Dictionary of Greek

  • αμύντωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βοιωτός, ονομαστός για την περικεφαλαία του, που ήταν κοσμημένη με δόντια κάπρου. 2. Πατέρας του Φοίνικα, που καταράστηκε τον γιο του να μείνει άτεκνος, επειδή, από στοργή προς τη μητέρα του, κατέκτησε την ερωμένη… …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… …   Dictionary of Greek

  • νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… …   Dictionary of Greek

  • ορυκτερόπους — (orycteropus afer). Νωδό θηλαστικό που ανήκει, με περίπου δέκα υποείδη, στην τάξη των σωληνοδόντων. Έχει ύψος ως το ακρώμιο γύρω στα 50 εκ. και μήκος 1,70 μ., στο οποίο περιλαμβάνεται και η ουρά· ο κορμός του είναι χοντρός και ο λαιμός και τα… …   Dictionary of Greek

  • πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

  • προσαφοδεύω — Α αποπατώ επί πλέον πάνω σε κάποιον («ἀμύνεται δὲ λακτίζων καὶ προσαφοδεύων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀφοδεύω «αποπατώ, ενεργούμαι»] …   Dictionary of Greek

  • όφις — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από 74 αστέρες. Ο λαμπρότερος του αστέρας είναι ο Α της κεφαλής του και είναι τρίτου μεγέθους (2,7). * * * ο (ΑΜ ὄφις, εως, Α ποιητ. γεν. ὄφεος, δωρ. και ιων. γεν. ὄφιος) 1. φίδι 2. ως κύριο όν. ο Όφις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»