-
41 ἀμφ-αξονέω
ἀμφ-αξονέω, von Achsen, die sich auf beiden Seiten drehen, daher von lahmen und wackelnden Menschen.
-
42 ἀμφ-αλείφω
ἀμφ-αλείφω, rings salben, Hom. in tmesi Il. 24, 582.
-
43 ἀμφ-αλλάσσω
ἀμφ-αλλάσσω, umwandeln, Opp. C. 3, 13.
-
44 ἀμφ-αλλάξ
-
45 ἀμφ-αλάλημαι
ἀμφ-αλάλημαι, rings umherirren, Opp. C. 3, 423.
-
46 ἀμφ-ηρεφής
ἀμφ-ηρεφής, ές (ἐρέφω), von beiden Seiten bedeckt, Hom. einmal, Iliad. 1, 45 ἀμφηρεφέα τε φαρέτρην.
-
47 ἀμφ-ηρικὸν
ἀμφ-ηρικὸν ἀκάτιον, Thuc. 4, 67, Doppelruder-Nachen, nach Schol. mit zwei Reihen Rudern, so daß jeder Ruderer mit zwei Rudern arbeitet.
-
48 ἀμφ-ηγερέθομαι
ἀμφ-ηγερέθομαι, Hom. Od. 17, 33 ἀμφὶ δ' ἄρ' ἄλλαι δμωαὶ Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἠγερέϑοντο, sie sammelten sich herum.
-
49 ἀμφ-ημερινός
ἀμφ-ημερινός, πυρετός, das tägliche Fieber, Plat. Tim. 86 a; Medic.
-
50 ἀμφ-οδικά
-
51 ἀμφ-οδ-άρχης
ἀμφ-οδ-άρχης, ὁ, Vorsteher eines ὰμφοδος, Mathem. vett.
-
52 ἀμφ-έπω
-
53 ἀμφ-έρχομαι
ἀμφ-έρχομαι, Hom. Od. 6, 122 ὥς τέ με κουράων ἀμφήλυϑε ϑῆλυς ἀυτή, tönte zu mir, 12, 369 καὶ τότε με κνίσης ἀμφήλυϑεν ἡδὺς ἀυτμή, umwehete mich.
-
54 ἀμφ-έλκω
ἀμφ-έλκω, rings zusammenschleppen, Dion. Per. 268.
-
55 ἀμφ-έλικτος
ἀμφ-έλικτος, ringsumwunden, Eur. Herc. F. 399.
-
56 ἀμφ-ίπταμαι
ἀμφ-ίπταμαι, herumfliegen, Hesych.
-
57 ἀμφ-ίστημι
ἀμφ-ίστημι (s. ἵστημι), umherstellen, Iliad. 18, 344 Od. 8, 434 ἀμφὶ πυρὶ στῆσαι τρίποδα μέγαν, entw. πυρί dat. instr. = mit Feuer zu umstellen, oder obiect. = um's Feuer zu stellen, weil das Feuer zwischen den Füßen des Dreifußes brennt; in beiden Stellen folgt λοετροχόον τρίποδ' ἵστασαν ἐν πυρὶ κηλέῳ; – med. u. intrans. tempp. des act. = umherstehen, κλαίων ἀμφίσταϑ' ὅμιλος Il. 24, 712; vgl. 11, 733; ἀμφέσταν ἑταῖροι 18, 233; ἀμφὶ δέ σ' ἔστησαν κοῦραι Od. 24, 58; mit dat. κεναῖς τραπέζαις ἀμφίστανται Soph. El. 185; mit acc. ἀμφεστᾶσι λόγχαις πεδίον O. C. 1314; ὄτοβος ἀμφίσταται, Lärm erhebt sich ringsum, 1475. – Bei Sp. auch = untersuchen.
-
58 ἀμφ-αΐσσομαι
ἀμφ-αΐσσομαι, Hom. nur in tmesi, Iliad. 11, 417 ἀμφὶ δέ τ' ἀίσσονται, sie stürmen von allen Seiten los; 6, 510. 15, 267 ἀμφὶ δὲ χαῖται ὤμοις ἀίσσονται, umflattern; – h. Cer. 178.
-
59 ἀμφ-ἐχω
-
60 ἀμφ-ήριστος
ἀμφ-ήριστος ( ἐρίζω), bestritten, unentschieden, Hom. zweimal, vom Wettrenner, Iliad. 23, 382 καί νύ κεν ἢ παρέλασσ' ἢ ἀμφήριστον ἔϑηκεν, er hätte den Sieg zweifelhaft gemacht, wäre mit dem Anderen zugleich an's Ziel gekommen; 23, 527 εἰ δέ κ' ἔτι προτέρω γένετο δρόμος ἀμφοτέροισιν, τῷ κέν μιν παρέλασσ' οὐδ' ἀμφήριστον ἔϑηκεν, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ περιεστιγμένη, ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ἢ ἀμφήριστον ἔϑηκεν, οὐκ εὖ· νῦν γὰρ οὐχ ἁρμόζει, ἐπὶ Διομήδους δὲ τοῦ σύνεγγυς τρέχοντος. διὰ δὲ τούτου βούλεται λέγειν οὐδ' ὅλως ἀμφήριστον; – Apoll. Rh. 3, 627 νεῖκος; Cereal. 3 (VII, 369); ἐλπίδες Pol. 5, 85, 6 Luc. Eun. 4.
См. также в других словарях:
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
ἀμφ' — ἀμφί , ἀμφί abhitas indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄμφ' — Ἄμφι , Ἄμφις fem voc sg Ἄμπαι , Ἄμπη fem nom/voc pl Ἄμπᾱͅ , Ἄμπη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμφ' — ἀμφί , ἀμφί abhitas indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφί — ἀμφὶ πρόθ. (Α) (κυρίως στον ποιητικό και ιωνικό πεζό λόγο, η περὶ τών κλασικών κειμένων) και στις δύο πλευρές, και στα δύο μέρη Α. (με γενική) 1. για, για χάρη, για το χατίρι κάποιου «ἀμφί λέκτρων μάχεσθαι» (Ευρ. Ανδρομ. 123) 2. (όπως η πρός, για … Dictionary of Greek
TITARESIUS vulgo TITARESO — TITARESIUS, vulgo TITARESO Hesach. Τιταρήσιος, ποταμὸς Η᾿πείρου. Ubi Gramaticus alias longe doctissimus suam in Geographicis inscitiam prodit: est enim Pieriae et Theslaliae fluvius, apud Pharsalum urbem fluens, longe ab Epiro. Sed fefellit cum… … Hofmann J. Lexicon universale
αμφήρης — (I) ἀμφήρης, ες (Α) 1. ο προσαρμοσμένος ή συνδεδεμένος και από τις δύο του πλευρές, ο καλά στερεωμένος, 2. ασφαλισμένος, ασφαλής 3. φρ. «ξύλα ἀμφήρη», ξύλα τής νεκρικής πυρός με τάξη στοιβαγμένα ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) + ήρης < ἀραρίσκω… … Dictionary of Greek
αμφημερινός — ἀμφημερινὸς και ἀμφήμερος πυρετός, ο (Α) καθημερινός (σε αντίθ. προς τα τριταῖος, τεταρταῖος). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἀμφημερινὸς < ἀμφ(ι) * + ἡμερινὸς < ἡμέρα και ο τ. ἀμφήμερος < ἀμφ(ι) * + ήμερος < ἡμέρα] … Dictionary of Greek
αμφιέπω — ἀμφιέπω και ἀμφέπω (Α) 1. περιβάλλω, περικυκλώνω 2. (για τραγούδια) στεφανώνω, επιστέφω 3. πιέζω δυνατά 4. ασχολούμαι με κάτι, φροντίζω 5. παρασκευάζω, ετοιμάζω 6. απονέμω τιμή ή σεβασμό 7. φρουρώ, φυλάσσω, προφυλάσσω 8. συχνάζω 9. περιποιούμαι,… … Dictionary of Greek
αμφώδων — ἀμφώδων ( οντος), ο, η (Α) αυτός που έχει δόντια και στις δύο σιαγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ὀδών, ιων. τ. αντί ὀδούς, με έκταση τού αρχ. φωνήεντος τής λ. σε ω (ἀμφ ώδων) λόγω τής συνθέσεως] … Dictionary of Greek
Religion grecque (culte) — Religion grecque antique (culte) Dans les formes cultuelles adoptées par la religion grecque antique, les principaux rites sont les prières, les offrandes, les sacrifices, les fêtes publiques et les jeux [1]. Ces rites ne s excluent pas, au… … Wikipédia en Français