-
1 αμφικλαστος
-
2 ἀμφίκλαστος
ἀμφίκλαστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφίκλαστος
-
3 ἀμφίκλαστος
-
4 αμφίκλαστον
-
5 ἀμφίκλαστον
См. также в других словарях:
ἀμφίκλαστον — ἀμφίκλαστος broken masc/fem acc sg ἀμφίκλαστος broken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)