-
1 αμφιρρωξ
-
2 ἀμφιρρώξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφιρρώξ
-
3 ἀμφιῤῥώξ
ἀμφιῤ-ῥώξ, rings gespalten, rissig; an beiden Seiten mit Falltüren -
4 ἀμφίκλαστος
ἀμφίκλαστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφίκλαστος
См. также в других словарях:
αμφιρρώξ — ἀμφιρρώξ ( ῶγος), ο, η (Α) 1. οδοντωτός, ακανόνιστος 2. κατεστραμμένος, διάτρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ρὼξ* < ρήγνυμι] … Dictionary of Greek
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek