-
1 αμφίκλαστον
-
2 ἀμφίκλαστον
См. также в других словарях:
ἀμφίκλαστον — ἀμφίκλαστος broken masc/fem acc sg ἀμφίκλαστος broken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αμφίκλαστον
2 ἀμφίκλαστον
ἀμφίκλαστον — ἀμφίκλαστος broken masc/fem acc sg ἀμφίκλαστος broken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)