-
1 αμφέβαλε
-
2 ἀμφέβαλε
-
3 ἀμφι-βάλλω
ἀμφι-βάλλω (s. βάλλω), umwerfen, Hom. öfter, fut. med. Ionisch ἀμφιβαλεῦμαι Od. 22, 103; meist Tmesis; nicht selten vom Bekleiden, τινά τι Iliad. 24, 588 Od. 3, 467. 10, 365. 13, 434, τινί τι Iliad. 18, 204 Od. 14, 342; med. sich ein Kleid oder dgl. umthun, Od. 6, 178 δὸς δὲ ῥάκος ἀμφιβαλέσϑαι, Iliad. 2, 45 ἀμφὶ δ' ἄρ' ὤμοισιν βάλετο ξίφος, 5, 738 ἀμφὶ δ' ἄρ' ὤμοισιν βάλετ' αἰγίδα, Od. 17, 197 ἀμφ' ὤμοισιν ἀεικέα βάλλετο πήρην; das act. Homerisch anstatt des med. Od. 4, 245 σπεῖρα κάκ' ἀμφ' ὤμοισι βαλών, Iliad. 17, 742 κρατερὸν μένος ἀμφιβαλόντες, sich Kraft umthun, wie μεγάλην ἐπιειμένος ἀλκήν; – Od. 21, 223 ἀμφ' Ὀδυσῆι δαΐφρονι χεῖρε βα-λόντε, umarmen; 24, 347 ἀμφὶ δὲ παιδὶ φίλῳ βάλε πήχεε; 23, 207 ἀμφὶ δὲ χεῖρας δειρῇ βάλλ' Ὀδυ-σῆι, Homerisch βάλλε statt des aor. u. δειρῇ Ὀδυσῆι statt τῇ τοῦ Ὀδυσσέως δειρᾷ; Iliad. 23, 47 ἀμφιβαλόντε ἀλλήλους, einander umarmen, vgl. Scholl. Nicanor.; Od. 7, 142 ἀμφὶ δ' ἄρ' Ἀρήτης βάλε γούνασι χεῖρας Ὀδυσσεύς; Od. 17, 344 ἄρτον τ' οὖλον ἑλὼν καὶ κρέας, ὥς οἱ χεῖρες ἐχάνδανον ἀμφιβαλόντι, so viel er in den Händen fassen konnte; 21, 433 ἀμφὶ δὲ χεῖρα φίλην βάλεν ἔγχεϊ; 4, 454 ἀμφὶ δὲ χεῖρας βάλλομεν, wir packten ihn; – Iliad. 13, 36 ἀμφὶ δὲ ποσσὶ πέδας ἔβαλε, legte Fesseln um die Füße; 5, 722 Ἥβη δ' ἀμφ' ὀχέεσσι ϑοῶς βάλε καμπύλα κύκλα, –, σιδηρέῳ ἄξονι ἀμφίς, steckte die Räder an die Wagenachse; – Od. 23, 192 τῷ (τῷ ϑάμνῳ) δ' ἐγὼ ἀμφιβαλὼν ϑάλαμον δέμον, baute das Gemach um den Stamm; – Iliad. 10, 535 ἵππων μ' ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει, umtönt mein Ohr. – Pind. γέρας ἀμφέβαλε κόμαις P. 5, 31; Aesch. ζυγόν τινι Pers. 50; Eur. στολὴν κάρᾳ Herc. Fur. 465; φάρεά σε El. 1231; δουλοσύναν κάρᾳ Andr. 110; ἀνδράσι κρατὴρ ὕπνον ἀμφιβ. Bacch. 384; Soph. τρίχα λευκήν, sich in weißes Haar kleiden, Ant. 1080; Pind. Ol. 1, 8 ὅϑεν ὕμνος ἀμφιβάλλεται σοφῶν μητίεσσι, das Lied schwingt sich um den Geist, umtönt ihn; ἀμφιβάλλειν τινὰ χερσίν, ὠλἔναις, Eur. Bacch. 1361 Pheen. 313; μαστὸν ὠλέναισι Phoen. 313; fangen, φῦλον ὀρνίϑων Soph. Ant. 343; ἄγραν πλοκάμοις Eur. Bacch. 103; – intrans., hineingehen, εἰς αὐλάν Eur. Cycl. 60; vgl. εἰς τέκνα καὶ δόμον ἀμφιβαλέσϑαι Andr. 1192. – In sp. Prosa: von allen Seiten betrachten, bezweifeln, περί τινος Polyb. 40, 10; Ael. H. A. 9, 33; Alciphr. 1, 37.
-
4 αμφέβαλ'
ἀμφέβᾱλα, ἀμφιβάλλωthrow: aor ind act 1st sg (doric)ἀμφέβαλε, ἀμφιβάλλωthrow: aor ind act 3rd sgἀμφέβᾱλε, ἀμφιβάλλωthrow: aor ind act 3rd sg (doric) -
5 ἀμφέβαλ'
ἀμφέβᾱλα, ἀμφιβάλλωthrow: aor ind act 1st sg (doric)ἀμφέβαλε, ἀμφιβάλλωthrow: aor ind act 3rd sgἀμφέβᾱλε, ἀμφιβάλλωthrow: aor ind act 3rd sg (doric) -
6 ἀμφιβάλλω
1 put τι around τινι, crown withγέρας ἀμφέβαλε τεαῖσιν κόμαις P. 5.31
met., ὁ πολύφατος ὕμνος ἀμφιβάλλεται σοφῶν μητίεσσι crowns i. e. occupies the thoughts O. 1.8 frag. ] ἀμφιβαλ[ ?fr. 337. 5. -
7 ἀρισθάρματος
1 of a victorious chariotἀρισθάρματον γέρας ἀμφέβαλε τεαῖσιν κόμαις P. 5.30
-
8 γέρας
1 honoura ( Ῥόδον) ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι (v. l. μέρος) O. 7.68νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων νίκαν τριακοστὰν ἑλών O. 8.65
ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς αἰδοιότατον γέρας τεᾷ τοῦτο μειγνύμενον φρενί (i. e. γέρας, ὅτι βασιλεὺς ἐσσί) P. 5.18 εὔχομαί νιν Ὀλυμπίᾳ τοῦτο δόμεν γέρας ἔπι Βάττου γένει (i. e. νίκαν) P. 5.124 ἀτὰρ γένος αἰεὶ φέρει τοῦτό οἱ γέρας (sc. Μολοσσίᾳ ἐμβασιλεύειν) N. 7.40παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν N. 7.101
ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας (i. e. ὕμνον) I. 1.14 ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει (i. e. γεραίρεται) I. 5.33 “τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου Αἰακίδᾳ” (Hermann: γέρας post Αἰακίδᾳ habet codex: i. e. the honour of marriage to Thetis) I. 8.38 Σίσυφον κέλοντο ᾧ παιδὶ τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ (sc. ἄγειν τὰ Ἴσθμια) fr. 5. 3. ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος οὐκ ἤθελεν μοναρχεῖν Ἄργειθέμενος οἰωνοπόλον γέρας Pae. 4.30
b specifically, prizeὈλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο O. 2.49
μέγα τοι κλέος αἰεί, ᾧτινι σὸν γέρας ἕσπετ' ἀγλαόν O. 8.11
ἀρισθάρματον γέρας ἀμφέβαλε τεαῖσιν κόμαις P. 5.31
Μεγάροις δ' ἔχεις γέρας P. 8.78
μέγιστον δ' αἰόλῳ ψεύδει γέρας ἀντέταται N. 8.25
-
9 κόμα
1 hairἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας O. 3.13
τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.39
κομᾶν πλόκαμοι P. 4.82
γέρας ἀμφέβαλε τεαῖσιν κόμαις P. 5.31
δάφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες P. 10.40
βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν N. 1.68
ἀνδησάμενός τε κόμαν ἐν πορφυρέοις ἔρνεσιν N. 11.28
Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων I. 2.15
ὦ χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλων, πόρε, Λοξία I. 7.49
τότε χρύσεαι ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον νῶτον ὑμέτερον Pindar speaks of Aigina, nymph and island Πα.. 13. ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται fr. 75. 17. -
10 τεός
τεός (-ός, -ῷ, -όν, -οῖς(ιν); -ᾷ, -άν, τεάν, -αί, -αις(ι), -αῖσιν, τεαῖσιν; -όν nom., acc., - οῖς: c. art., O. 5.11, P. 8.33, P. 11.41, I. 1.1, I. 1.58)1 your (s.)a addressing gods, heroes, simm.Ζεῦ, τεαὶ γὰρ ὧραι O. 4.1
Παλλάς, ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεόν O. 5.11
Αἶαν, τεόν τ' ἐν δαιτί, Ἰλιάδα, νικῶν ἐπεστεφάνωσε βωμόν ( Αἰάντειόν τ' ἐν codd., corr. Hermann) O. 9.112 γέρας ἀμφέβαλε τεαῖσιν κόμαις (of Cyrene) P. 5.31Ἄπολλον, τεᾷ, Καρνήἰ, ἐν δαιτὶ P. 5.79
Ἄπολλον, τεὸν δόμον (Wil.: τεόν τε δόμον codd.) P. 7.10 ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν (Tricl.: τεοῖσι codd.: of Apollo) P. 10.11 τεὰν κατ' αἶσαν (of the Muse) N. 3.15Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἷμα, σέο δ' ἀγὼν N. 3.65
τεὰν ἀδελφεὰν ἐλάχομεν ἀγλαόγυιον Ἥβαν (of Eleithuia) N. 7.4ἔργμασιν ἐπιστατεῖ, Αἴγινα, τεῶν Διός τ' ἐκγόνων N. 7.50
ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς (of Herakles) N. 7.94Ἑστία, εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον N. 11.3
μᾶτερ ἐμά, τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον θήσομαι I. 1.1
Πρωτεσίλα, τὸ τεὸν δ' ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι I. 1.58
διὰ τεάν, ὤνασσα, τιμὰν (of Theia) I. 5.6 τίνι τῶν πάρος, ὦ μάκαιρα Θήβα, καλῶν ἐπιχωρίων μάλιστα θυμὸν τεὸν εὔφρανας; I. 7.2 πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέ-φανον I. 7.50
ἦλθον ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων τεοῖσιν ἐμαῖς τε τιμαῖς (of Pytho) Πα.. 1. ]τεαν τε[λετ]ὰν μελίζοι (of Dionysos?) Δ. 3.. ὦ Κύπρου δέσποινα, τεὸν δεῦτ' ἐς ἄλσος fr. 122. 18. pro subs., Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν, εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον, ἄλλοτ' ἄλλᾳ ταρασσέμεν your duty P. 11.41b addressing victorsτεαῖσι μήδεται, Ἱέρων, μερίμναισιν O. 1.106
τεᾶς, Ἁγησίδαμε, πυγμαχίας ἕνεκεν O. 11.12
τεὰ ἀκλεὴς τιμὰ (of Ergoteles) O. 12.13διὰ τεὰν δύναμιν P. 2.20
τεὰν καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν (of Arkesilas) P. 5.10τεᾷ φρενί P. 5.19
πατρὶ τεῷ, Θρασύβουλε P. 6.15
τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος, ὦ παῖ my debt to you P. 8.33 [ αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν τεῶν προγόνων (codd. contra metr.: ἑῶν Mosch., edd. vulgo: καὶ τεῶν δόξαν παλαιὰν Bergk) P. 9.105]πάτραν ἵν ἀκούομεν, Τιμάσαρχε, τεὰν ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς πρόπολον ἔμμεναι N. 4.78
τεὸς μάτρως ἀγάλλει κείνου ὁμόσπορον ἔθνος, Πυθέα (Mingarelli e Σ: Πυθέας codd.) N. 5.43c in direct speech “ἀμφὶ τεαῖς, ἥρως, χερὸς ἐργασίαις ἁλίσκεται” (of Aiakos) O. 8.42 “ τεὸν οἶκον” (of Pelias) P. 4.151 “ πόσις σπέρμα θνατὸν ματρὶ τεᾷ πελάσαις στᾶξεν ἥρως” (of Polydeukes) N. 10.81d addressing relatives of the victorὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.44
e addressing inanimate objects τεαῖς ῥιπαῖσι κατασχόμενος (of the lyre.) P. 1.9
См. также в других словарях:
ἀμφέβαλε — ἀμφιβάλλω throw aor ind act 3rd sg ἀμφέβᾱλε , ἀμφιβάλλω throw aor ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
Κοραής, Αδαμάντιος — (Σμύρνη 1748 – Παρίσι 1833). Λόγιος και Διδάσκαλος του Γένους. Γόνος εύπορης οικογένειας καταγόμενης από τη Χίο, ο Κ. ανατράφηκε στη Σμύρνη και σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή, η οποία όμως τότε δεν προσέφερε παρά «διδασκαλίαν πολλά πτωχήν,… … Dictionary of Greek
ἀμφέβαλ' — ἀμφέβᾱλα , ἀμφιβάλλω throw aor ind act 1st sg (doric) ἀμφέβαλε , ἀμφιβάλλω throw aor ind act 3rd sg ἀμφέβᾱλε , ἀμφιβάλλω throw aor ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)