Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀμφοτέρω-σε

См. также в других словарях:

  • Ἀμφοτέρω — Ἀμφότερος masc nom/voc/acc dual Ἀμφότερος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφοτέρω — ἀμφότερος either masc/neut nom/voc/acc dual ἀμφότερος either masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμφοτέρῳ — Ἀμφότερος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφοτέρῳ — ἀμφότερος either masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμφοτέρωι — Ἀμφοτέρῳ , Ἀμφότερος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφοτέρωι — ἀμφοτέρῳ , ἀμφότερος either masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφώ — και σφῶϊ, Α (ονομ. και αιτ. δυϊκ. αριθ. αρσ. και θηλ. τού β προσ. τής προσ. αντων. σύ) εσείς οι δύο (α. «Ζεὺς σφὼ εἰς Ἴδην κέλετ ἐλθέμεν», Ομ. Ιλ. β. «ἀμφοτέρω γὰρ σφῶϊ φιλεῑ... Ζεύς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»