Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀμφιάχω

См. также в других словарях:

  • ἀμφιάχω — perf subj act 1st sg ἀμφιάχω pres subj act 1st sg ἀμφιάχω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιάχω — ἀμφιάχω (Α) (για πτηνά) πετώ τριγύρω κρώζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἰάχω, πρβλ. λ. ἀμφιαχυῖα] …   Dictionary of Greek

  • ἀμφίαχε — ἀμφιάχω perf imperat act 2nd sg ἀμφιάχω perf ind act 3rd sg ἀμφί̱αχε , ἀμφιάχω imperf ind act 3rd sg ἀμφιάχω pres imperat act 2nd sg ἀμφιάχω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιαχυῖα — ἀμφιάχω perf part act fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιαχυῖαν — ἀμφιάχω perf part act fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιαχώς — ἀμφιάχω perf part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφίαχα — ἀμφιάχω perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφίαχεν — ἀμφί̱αχεν , ἀμφιάχω plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἀμφιάχω perf ind act 3rd sg ἀμφί̱αχεν , ἀμφιάχω imperf ind act 3rd sg ἀμφιάχω plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἀμφιάχω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφίαχον — ἀμφί̱αχον , ἀμφιάχω imperf ind act 3rd pl ἀμφί̱αχον , ἀμφιάχω imperf ind act 1st sg ἀμφιάχω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀμφιάχω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

  • αμφιαχυία — ἀμφιαχυῑα, η (Α) (για πτηνά) αυτή που πετά τριγύρω κρώζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μετοχή τού ρ. ἀμφιάχω < ἀμφι * + (F)αχωῖα, μετοχή παρακειμένου, χωρίς αναδιπλασιασμό, τού ρ. ἰάχω < *Fι Fάχ ω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»