-
1 αμφίστομος
-
2 ἀμφίστομος
-
3 αμφιστομος
21) имеющий выход с обеих сторон, сквозной(ὄρυγμα Her.; θυρίδες Arst.)
2) двустороннийἀμφίστομοι λαβαὴ κρατήρων Soph. — ручки с обеих сторон чаш;
ἀ. τάξις Polyb. или ἀμφίστομον πλινθίον и πλαίσιον воен. Plut. — строй с двойным фронтом, преимущ. карре -
4 ἀμφίστομος
ἀμφίστομος, ον,A with double mouth, of the ichneumon, Eub.107.15;ὄρυγμα ἀ.
tunnel,Hdt.
3.60;σπήλαιον Apollod.2.5.1
; λαβὰς ἀ. handles on both sides of bowl ( ἑκατέρωθεν τοῦ στόματος Sch.), S.OC 473; ἀ. θυρίδες, of honeycombs, Arist.HA 624a8; of fistulae, Meges ap.Orib.44.24.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφίστομος
-
5 αμφίστομος
ος, ον с двумя лезвиями, обоюдоострый -
6 ἀμφίστομος
ἀμφί-στομος (1) mit doppelter Mündung. (2) zweischneidig -
7 αμφίστομος
iki ağızlı (bıcak, kılıç) -
8 αμφιστόμως
ἀμφίστομοςwith double mouth: adverbialἀμφίστομοςwith double mouth: masc /fem acc pl (doric) -
9 ἀμφιστόμως
ἀμφίστομοςwith double mouth: adverbialἀμφίστομοςwith double mouth: masc /fem acc pl (doric) -
10 αμφίστομον
ἀμφίστομοςwith double mouth: masc /fem acc sgἀμφίστομοςwith double mouth: neut nom /voc /acc sg -
11 ἀμφίστομον
ἀμφίστομοςwith double mouth: masc /fem acc sgἀμφίστομοςwith double mouth: neut nom /voc /acc sg -
12 λαβή
λαβή, ἡ (λαβεῖν), 1) Alles, womit man Etwas anfassen kann, Griff, Henkel, λαβαὶ ἀμφίστομοι am κρατήρ, Soph. O. C. 473, s. ἀμφίστομος; – μαχαιρῶν, Degengefäß, Griff, Dem. 27, 20; λαβὰς ποιεῖν τοῖς κράνεσιν, Ar. Pax 1258. – In der Fechtersprache, λαβὴν ἐνδοῦναι u. παραδοῦναι, παρέχειν, eine Blöße geben, eine Stelle des Leibes bloßgeben, an der ihn der Gegner fassen kann, ὥςπερ παλαιστὴς τὴν αὐτὴν λαβὴν παρέχει Plat. Rep. VIII, 544 b; ὡς ἅπαξ λαβὴν παρέδωκεν Ar. Nubb. 551; τὴν πρώτην λαβὴν ἐνδοῦναί τινι, Luc. Hermot. 73; ὡς εἰ νῦν διαφύγοι λαβὴν ἑτέραν οὐ παρέξοντα, Plut. Coriol. 39 u. öfter; περὶ μὲν τούτου εἰς τὰς ὁμοίας λαβὰς ἐλήλυϑας, Plat. Phaedr. 236 b; vgl. Plut. εἰς λαβὰς ἥκων καὶ γεγονὼς ἐντὸς ἀρκύων, Lucull. 3; ὡς δεινὸς ἀϑλητὴς λαβὴν ζητῶν, Fab. 5; auch im freundlichen Sinne, ταῖς φιλικαῖς λαβαῖς ὁ οἶνος ἁφὴν ἐνδίδωσι, Symp. 4 prooem. – 2) das Nehmen, τὸ νεῖκος δ' οὐκ ἐν ἀργύρου λαβῇ ἔλυσεν, Aesch. Suppl. 913; = λῆψις, Poll. 2, 155. – Auch feindliches Angreifen, bes. Anfall einer Krankheit, Gal.; = μέμψις, Suid.; εἰς λαβὰς ἐμπεσούμενος ἀκερδεστάτους, Ael. N. A. 3, 23. – 3) übh. Veranlassung, Gelegenheit, ἀφορμή, VLL.; λαβἡν ἀποδίδωσιν ἡμῖν ὁ λόγος, Plat. Legg. III, 682 e. Vgl. die unter 1 angeführten Beispiele
-
13 обоюдоострый
δίκοπος, αμφίστομος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обоюдоострый
-
14 обоюдоострый
обоюдоострыйприл1. ἀμφίστομος, δίκοπος·2. перен δίκοπος. -
15 αμφίκοπος
ος, ον см. αμφίστομος -
16 αμφίτομος
ος, ον см. αμφίστομος -
17 αμφιστόμοις
-
18 ἀμφιστόμοις
-
19 αμφιστόμου
-
20 ἀμφιστόμου
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀμφίστομος — with double mouth masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφίστομος — η, ο (Α ἀμφίστομος, ον) αυτός που έχει δύο στόμια μσν. (για μαχαίρι ή σπαθί) δίστομος, δίκοπος αρχ. 1. (ως στρατ. όρος) λέγεται για παράταξη στρατιωτών με μέτωπο εμπρός και πίσω 2. (ειδ. χρ.) «ἕκτορες ἀμφίστομοι», άγκυρες με δύο όνυχες «θυρίδες… … Dictionary of Greek
αμφίστομος — η, ο 1. αυτός που έχει δύο κόψεις, δίκοπος: Το ξίφος ήταν αμφίστομο. 2. (ζωολ.), το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., αμφίστομα σκουλήκια που ζουν παρασιτικά στα έντερα του ανθρώπου και των ζώων. 3. (βοτ.), «αμφίστομος καυλός», στέλεχος φυτού που πιέστηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμφιστόμως — ἀμφίστομος with double mouth adverbial ἀμφίστομος with double mouth masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίστομον — ἀμφίστομος with double mouth masc/fem acc sg ἀμφίστομος with double mouth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιστόμοις — ἀμφίστομος with double mouth masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιστόμου — ἀμφίστομος with double mouth masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιστόμους — ἀμφίστομος with double mouth masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιστόμῳ — ἀμφίστομος with double mouth masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίστομα — ἀμφίστομος with double mouth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίστομοι — ἀμφίστομος with double mouth masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)