Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀμφί-στομος

См. также в других словарях:

  • ετερόστομος — η, ο (Α ἑτερόστομος, ον) (για κοφτερά όργανα) αυτός που έχει ένα μόνο στόμα (δηλ. κόψη), αυτός που είναι κοφτερός από τη μία μόνο πλευρά, ο μονόκοπος αρχ. 1. (για άγκυρα) αυτός που έχει έναν μόνο όνυχα, δηλ. άγκιστρο, που χώνεται στον θαλάσσιο… …   Dictionary of Greek

  • ευρύστομος — η, ο (ΑΜ εὐρύστομος, ον) αυτός που έχει ευρύ στόμα, πλατύτερο από το συνηθισμένο νεοελλ. 1. (για αγγεία) αυτό που έχει ευρύ στόμιο 2. το αρσ. ως ουσ. ο ευρύστομος γένος κορακιόμορφων πτηνών τής οικογένειας coraciidae μσν. αρχ. αυτός που μιλάει… …   Dictionary of Greek

  • ηδύστομος — ἡδύστομος, ον (Α) ευτράπελος, αστείος, παιγνιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί στομος, μεγαλό στομος] …   Dictionary of Greek

  • θεόστομος — θεόστομος, ον (Μ) φρ. «θεόστομον ἐμφύσημα» το φύσημα από το στόμα τού θεού το οποίο έδωσε πνοή στον άνθρωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί στομος, σεμνό στομος] …   Dictionary of Greek

  • θρασύστομος — θρασύστομος, ον (Α) αυθάδης, αυτός που μιλά αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί στομος, μεγαλό στομος] …   Dictionary of Greek

  • περίστομος — ον, Α 1. αυτός που έχει από παντού στόματα 2. (για στρατό) αυτός που έχει μέτωπα γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί στομος] …   Dictionary of Greek

  • αμφίστομος — η, ο (Α ἀμφίστομος, ον) αυτός που έχει δύο στόμια μσν. (για μαχαίρι ή σπαθί) δίστομος, δίκοπος αρχ. 1. (ως στρατ. όρος) λέγεται για παράταξη στρατιωτών με μέτωπο εμπρός και πίσω 2. (ειδ. χρ.) «ἕκτορες ἀμφίστομοι», άγκυρες με δύο όνυχες «θυρίδες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»