-
1 κασι-γνήτη
κασι-γνήτη, ἡ, die (leibliche) Schwester, Hom. u. Folgde. – Uebertr. sagt Hipponax bei Ath. III, 78 c συκῆ μέλαινα ἀμπέλου κασ. u. M. Argent. 21 (VI, 248) Λάγυνε, κασιγνήτη νεκταρέης κύλικος.
-
2 κασιγνήτη
κασι-γνήτη (κάσις, γίγνομαι): sister (of the same mother).A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κασιγνήτη
-
3 κασιγνήτη
κασι-γνήτη, ἡ, die (leibliche) Schwester
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий