-
1 αμοιβός
-
2 ἀμοιβός
-
3 ἀμοιβός
ἀμοιβός ( ἀμείβω): one who changes place with another, ἦλθον ἀμοιβοί (as substitutes), Il. 13.793†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμοιβός
-
4 ἀμοιβός
ἀμοιβ-ός, ὁ,II Adj. in requital or exchange for,νέκυν νεκρῶν ἀ. ἀντιδούς S.Ant. 1067
;ἀ. ἑῆς θρέψε διδασκαλίης AP7.341
(Procl.).2 alternating, κληῖδες, of Day and Night, Parm.1.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμοιβός
-
5 αμοιβοί
-
6 ἀμοιβοί
-
7 αμοιβούς
-
8 ἀμοιβούς
-
9 αμοιβών
ἀμοιβάζωexchange: fut part act masc voc sgἀμοιβάζωexchange: fut part act neut nom /voc /acc sgἀμοιβάζωexchange: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)ἀμοιβήrequital: fem gen plἀμοιβόςone who exchanges: masc gen pl -
10 ἀμοιβῶν
ἀμοιβάζωexchange: fut part act masc voc sgἀμοιβάζωexchange: fut part act neut nom /voc /acc sgἀμοιβάζωexchange: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)ἀμοιβήrequital: fem gen plἀμοιβόςone who exchanges: masc gen pl -
11 αμοιβόν
-
12 ἀμοιβόν
-
13 χρυσαμοιβός
χρυσ-ᾰμοιβός, ὁ, expld. by Hsch. asA = ἀργυρογνώμων: metaph., ὁ χ. Ἄρης σωμάτων he who traffics in men's bodies, or who ransoms the dead by gold, A.Ag. 437 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσαμοιβός
-
14 ἀλφιταμοιβός
ἀλφῐτ-ᾰμοιβός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλφιταμοιβός
-
15 ἀμοιμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμοιμός
-
16 ἀργυραμοιβός
ἀργῠρ-ᾰμοιβός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργυραμοιβός
-
17 ἀμείβω
ἀμείβω, - ομαιGrammatical information: v.Meaning: `change, exchange', mid. also `answer, repay, requite.' (Il.).Other forms: ἀμεὶβοντες `rafters that meet and cross each other' (Il. Ψ 712).Derivatives: ἀμοιβή `change, exchange, requital, recompense, answer'. - Adj. ἀμοιβός `one who exchanges, in requital' (Il.)Origin: IE [Indo-European] [713] * h₂meigʷ- `change'Etymology: No exact correspondence. One compares Lat. migrare `wander' as from * migros `changing (place)'. The - β- will go back to *gʷ as *b is rare in PIE, which gives * h₂meigʷ- The root * h₂mei - `change' is well known, Skt. máyate, Lat. (com)mū- nis, but the enlargement -gʷ- is rare.Page in Frisk: 1,90Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀμείβω
См. также в других словарях:
αμοιβός — ἀμοιβός, ο (Α) 1. αυτός που εναλλάσσεται, που παίρνει τη θέση άλλου, που διαδέχεται κάποιον 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἀμοιβοί οι στρατιώτες που αντικαθιστούν άλλους 3. (ως επιθ.) α) αυτός που γίνεται ή δίνεται σε ανταπόδοση, σε ανταλλαγή β)… … Dictionary of Greek
ἀμοιβός — one who exchanges masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβοί — ἀμοιβός one who exchanges masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβούς — ἀμοιβός one who exchanges masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβόν — ἀμοιβός one who exchanges masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσαμοιβός — όν, Α 1. αυτός που ανταλλάσσει χρυσά νομίσματα 2. μτφ. (για τον Αρη) αυτός που λυτρώνει τα σώματα τών νεκρών ή τών αιχμαλώτων με το ξίφος του ή, κατ άλλους, αυτός που αποδίδει τους νεκρούς έναντι χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἀμοιβός (<… … Dictionary of Greek
отъда˫аниѥ — ОТЪДА˫АНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Воздаяние: ты ѹбо сщ҃ныи ѡч҃е тако поживъ и преставивъс˫а. нынѣ на нб҃сѣхъ приимаѥши ѿда˫аниѥ. свѣтѹ великомѹ предъсто˫а. (τὰς ἀμοιβος) ЖФСт к. XII, 170 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αλφιταμοιβός — ἀλφιταμοιβός, ο (Α) αυτός που εμπορεύεται άλφιτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον ( α) + ἀμοιβὸς «αυτός που ανταλλάσσει»] … Dictionary of Greek
αμείβω — (Α ἀμείβω) 1. παρέχω αντιμισθία, πληρώνω την αμοιβή για κάποια εργασία 2. (με ηθική σημασία) παρέχω ηθική αμοιβή ως πληρωμή για προσφερόμενη υπηρεσία, ανταμείβω, ανταποδίδω αρχ. Ι ενεργ. 1. δίνω ως αντάλλαγμα 2. παίρνω ως αντάλλαγμα 3. (για τόπο) … Dictionary of Greek
αργυραμοιβός — Εκείνος που ασχολείται επαγγελματικά με την ανταλλαγή ξένων νομισμάτων με το νόμισμα της χώρας του ή με την ανταλλαγή νομισμάτων διαφορετικών τόπων και κερδίζει από τη διαφορά που προκύπτει από τη σχετική πράξη. To επάγγελμα του α. είναι… … Dictionary of Greek
επημοιβός — ἐπημοιβός, όν και ός, ή, όν (Α) 1. αυτός που χρησιμεύει για αλλαγή, ανταλλακτικός («οὐ γὰρ πολλαὶ χλαῑναι ἐπημοιβοί τε χιτῶνες», Ομ. Οδ.) 2. επάλληλος, σταυρωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμοιβός (< αμείβω), το η λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής… … Dictionary of Greek