-
1 αμοιβή
ἀμοιβάζωexchange: fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)ἀμοιβάζωexchange: fut ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀμοιβῆι, ἀμοιβεύςexchanger: masc dat sg (epic ionic)ἀμοιβήrequital: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἀμοιβῇ
ἀμοιβάζωexchange: fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)ἀμοιβάζωexchange: fut ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀμοιβῆι, ἀμοιβεύςexchanger: masc dat sg (epic ionic)ἀμοιβήrequital: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 αμοιβή
-
4 ἀμοιβή
-
5 ἀμοιβή
ἀμοιβή, ῆς, ἡ (ἀμείβω ‘exchange’; Hom. et al.; ins, pap, Aq., Sym.; Philo, Aet. M. 108; Just.; Tat. 32, 1) a return, recompense (so freq. in honorary ins, e.g. IPriene 119, 27; 113, 120; 112, 17; s. also Jos., Ant. 4, 266) ἀμοιβὰς ἀποδιδόναι τοῖς προγόνοις make a return to those who brought them up 1 Ti 5:4 (ἀ. ἀποδιδόναι Democr. B 92; PLond V, 1729, 22; Jos., Ant. 5, 13). ἀμοιβή is also to be read ISm 9:2, with the new pap (the Christian letter BKT VI p. 7, ln. 79).—DELG s.v. ἀμείβω. M-M. Spicq. -
6 ἀμοιβή
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμοιβή
-
7 ἀμοιβή
A requital, recompense, Hom. only in Od.;σοὶ δ' ἄξιόν ἐστιν ἀμοιβῆς Od.1.318
;ἄλλοισι δίδου χαρίεσσαν ἀ... ἑκατόμβης 3.58
;εὖ ἔρδοντι κακὴν ἀπέδωκας ἀ. Thgn.1263
, cf. E.Or. 467;γλυκεῖαν μόχθων ἀ. Pi.N.5.48
; ἀγαναῖς ἀ. τινὰ τίνεσθαι to requite him by like return, Id.P.2.24;χαρίεσσα ἀμοιϝά GDI3119c
([place name] Corinth);οἵας ἀ. ἐξ Ἰάσονος κυρεῖ E.Med.23
;ἀμοιβαὶ τῶν θυσιῶν Pl.Smp. 202e
; retribution,ἔργων ἀντ' ἀδίκων χαλεπὴν ἐπέθηκεν ἀ. Hes.Op. 334
: pl.,αἰωνίαις ἀ. βασανισθησόμενοι Phld.D.1.19
.2 repayment, compensation,τείσουσι βοῶν ἐπιεικέ' ἀ. Od.12.382
.3 that which is given in exchange,τῷ σκυτοτόμῳ ἀντὶ τῶν ὑποδημάτων ἀ. γίνεται κατ' ἀξίαν Arist.EN 1163b35
;τὴν ἀ. ποιητέον κατὰ τὴν προαίρεσιν 1164b1
;δέκα μνῶν ἀ. Plu.Lyc.9
.4 answer,ἀσχήμων ἐν τῇ ἀ. Hdt.7.160
.II change, exchange,τὰς ἀ. ποιεῖσθαι Str.11.4.4
; of money, Plu.Luc.2.2 transformation, D.L.9.8. -
8 αμοιβή
1) fee2) guerdon3) recompense4) rewardΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αμοιβή
-
9 αμοιβά
ἀμοιβάςas change of raiment: fem voc sgἀμοιβά̱, ἀμοιβήrequital: fem nom /voc /acc dualἀμοιβά̱, ἀμοιβήrequital: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
10 ἀμοιβά
ἀμοιβάςas change of raiment: fem voc sgἀμοιβά̱, ἀμοιβήrequital: fem nom /voc /acc dualἀμοιβά̱, ἀμοιβήrequital: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
11 αμοιβά
ἀμοιβάζωexchange: fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic)ἀμοιβάζωexchange: fut ind act 3rd sg (epic doric aeolic)ἀμοιβήrequital: fem dat sg (doric aeolic) -
12 ἀμοιβᾷ
ἀμοιβάζωexchange: fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic)ἀμοιβάζωexchange: fut ind act 3rd sg (epic doric aeolic)ἀμοιβήrequital: fem dat sg (doric aeolic) -
13 αμοιβής
ἀμοιβάζωexchange: fut ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀμοιβεύςexchanger: masc nom plἀμοιβεύςexchanger: masc nom /voc plἀμοιβήrequital: fem gen sg (attic epic ionic) -
14 ἀμοιβῆς
ἀμοιβάζωexchange: fut ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀμοιβεύςexchanger: masc nom plἀμοιβεύςexchanger: masc nom /voc plἀμοιβήrequital: fem gen sg (attic epic ionic) -
15 αμοιβαίς
-
16 ἀμοιβαῖς
-
17 αμοιβαί
-
18 ἀμοιβαί
-
19 αμοιβών
ἀμοιβάζωexchange: fut part act masc voc sgἀμοιβάζωexchange: fut part act neut nom /voc /acc sgἀμοιβάζωexchange: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)ἀμοιβήrequital: fem gen plἀμοιβόςone who exchanges: masc gen pl -
20 ἀμοιβῶν
ἀμοιβάζωexchange: fut part act masc voc sgἀμοιβάζωexchange: fut part act neut nom /voc /acc sgἀμοιβάζωexchange: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)ἀμοιβήrequital: fem gen plἀμοιβόςone who exchanges: masc gen pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀμοιβή — requital fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμοιβή — η 1. η ανταμοιβή: Η αμοιβή για όσα καλά έκανα σ αυτόν ήταν να με κακολογά όπου βρεθεί. 2. μισθός: Εργάζεται με πολύ μικρή αμοιβή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμοιβή — η (Α ἀμοιβή) 1. ανταπόδοση, ανταμοιβή 2. ο μισθός που δίνεται σε αντάλλαγμα υπηρεσίας ή εργασίας, αντιμισθία μσν. αρχ. αλλαγή, ανταλλαγή αρχ. 1. αποζημίωση 2. ποινή 3. εκδίκηση 4. απάντηση, απόκριση 5. (για είδη εμπορίου ή νομίσματα) ανταλλαγή 5 … Dictionary of Greek
ἀμοιβῇ — ἀμοιβάζω exchange fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀμοιβάζω exchange fut ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀμοιβῆι , ἀμοιβεύς exchanger masc dat sg (epic ionic) ἀμοιβή requital fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβαῖς — ἀμοιβή requital fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβαί — ἀμοιβή requital fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβήν — ἀμοιβή requital fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από … Dictionary of Greek
αποκοπή — Α. αποκαλείται στη γλωσσολογία η μη προφορά ενός γράμματος μιας λέξης, από αφρόντιστη άρθρωση. Η πιο συχνή περίπτωση α. είναι η πτώση του τελικού φωνήεντος ορισμένων προθέσεων. Στα αρχαία ελληνικά, η α. ήταν χαρακτηριστική κυρίως της δωρικής και… … Dictionary of Greek
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek
μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… … Dictionary of Greek