-
1 αμοιβός
-
2 ἀμοιβός
-
3 ἀμοιβός
ἀμοιβός, abwechselnd, ablösend, Hom. einmal, Iliad. 13, 793 οἵ ῥ' ἐξ Ἀσκανίης ἶλϑον ἀμοιβοὶ ἠοῖ τῇ προτέρῃ, als Ablösung, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἀμοιβοὶ οἱδιαδεξάμενοι τοὺς ἔμπροσϑεν παραγενομένους ἐπικούρους, ἤτοι οἱ ἐξ ἀμοιβῆς καὶ ἐναλλάξεως παραγεγονότες συμμαχῆσαι τοῖς Τρωσὶν ἀντὶ τῶν πρότερον συνεργούντων αὐτοῖς πολιτῶν· διὰ γὰρ τὸ ἐπὶ δέκα ἔτη τὸν πόλεμον ἀνύεσϑαι οἱ πρῶτοι, κεκμηκότες κατὰ μάχην, ἰσαρίϑμων αὐτοῖς ἄλλων ἀποστελλομένων ἀπεπέμποντο, ὡς εἰκός; vgl. Apoll. lex. Hom. 27, 28; – Soph. νέκυν νεκρῶν ἀμοιβὸν ἀντιδούς Ant. 1054, als Ersatz gebend; διδασκαλίης ἀμ. Nachfolger, d. i. Anhänger der Lehre, Procl. 6 (VII, 341).
-
4 αμοιβος
31) приходящий на сменуοἱ ἧλθον ἀμοιβοί Hom. — те, которые пришли на смену;
ὃν ἀμοιβὸν ἑῆς θρέψε διδασκαλίης Anth. — которого он воспитал, как преемника своего учения2) даваемый в обмен или в возмещениеἀντιδοῦναί τι ἀμοιβόν τινος Soph. — возмещать что-л. чем-л.
-
5 ἀμοιβός
ἀμοιβός ( ἀμείβω): one who changes place with another, ἦλθον ἀμοιβοί (as substitutes), Il. 13.793†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμοιβός
-
6 ἀμοιβός
ἀμοιβός, abwechselnd, ablösend; als Ersatz gebend; Nachfolger, d. i. Anhänger der Lehre -
7 αμοιβός
-
8 ἀμοιβός
ἀμοιβ-ός, ὁ,II Adj. in requital or exchange for,νέκυν νεκρῶν ἀ. ἀντιδούς S.Ant. 1067
;ἀ. ἑῆς θρέψε διδασκαλίης AP7.341
(Procl.).2 alternating, κληῖδες, of Day and Night, Parm.1.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμοιβός
-
9 χρῡσ-αμοιβός
χρῡσ-αμοιβός, ὁ, der Gold austauscht, wechselt, Hesych. erkl. ἀργυρογνώμων; – übertr. heißt Ares σωμάτων χρυσαμοιβός, der die Leiber der Gefallenen od. Gefangenen durch sein Schwert anstatt durch Gold auslös't, Aesch. Ag. 426.
-
10 ἀργυρ-αμοιβός
ἀργυρ-αμοιβός, ὁ, Geldwechsler, Plat. Polit. 289 e; Theocr. 12, 37.
-
11 ἀλφιτ-αμοιβός
ἀλφιτ-αμοιβός, ὁ, Mehlhändler, Ar. Nub. 630 Av. 491.
-
12 ἐπ-αμοιβός
ἐπ-αμοιβός, abwechselnd, wechselsweis, ἄλλος ἐπ. ἄρηρεν ἄλλῳ Ap. Rh. 2, 1076. Vgl. ἐπημοιβός.
-
13 αλφιταμοιβος
-
14 αργυραμοιβος
-
15 χρυσαμοιβος
-
16 гребной винт
ο/η έλικας (του πλοίου)запасной - αμοιβός -, εφεδρικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гребной винт
-
17 мачта
ο ιστ/ός, το κατάρτιкрепить - у растяжками στηρίζω τον - ό με σύρμα-τα/αντηρίδεςбизань - του επιδρομίσκου, η μετζάναзаваливающаяся мор. - σπαστός -запасная - αμοιβός -, το άλμπουρο του ρεσπέτουкороткая (однодеревка) - κοντός -, βραχύς -радиолокационная - του ραντάρ/ραδιοεντοπιστήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мачта
-
18 αμοιβοί
-
19 ἀμοιβοί
-
20 αμοιβούς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αμοιβός — ἀμοιβός, ο (Α) 1. αυτός που εναλλάσσεται, που παίρνει τη θέση άλλου, που διαδέχεται κάποιον 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἀμοιβοί οι στρατιώτες που αντικαθιστούν άλλους 3. (ως επιθ.) α) αυτός που γίνεται ή δίνεται σε ανταπόδοση, σε ανταλλαγή β)… … Dictionary of Greek
ἀμοιβός — one who exchanges masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβοί — ἀμοιβός one who exchanges masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβούς — ἀμοιβός one who exchanges masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβόν — ἀμοιβός one who exchanges masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσαμοιβός — όν, Α 1. αυτός που ανταλλάσσει χρυσά νομίσματα 2. μτφ. (για τον Αρη) αυτός που λυτρώνει τα σώματα τών νεκρών ή τών αιχμαλώτων με το ξίφος του ή, κατ άλλους, αυτός που αποδίδει τους νεκρούς έναντι χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἀμοιβός (<… … Dictionary of Greek
отъда˫аниѥ — ОТЪДА˫АНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Воздаяние: ты ѹбо сщ҃ныи ѡч҃е тако поживъ и преставивъс˫а. нынѣ на нб҃сѣхъ приимаѥши ѿда˫аниѥ. свѣтѹ великомѹ предъсто˫а. (τὰς ἀμοιβος) ЖФСт к. XII, 170 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αλφιταμοιβός — ἀλφιταμοιβός, ο (Α) αυτός που εμπορεύεται άλφιτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον ( α) + ἀμοιβὸς «αυτός που ανταλλάσσει»] … Dictionary of Greek
αμείβω — (Α ἀμείβω) 1. παρέχω αντιμισθία, πληρώνω την αμοιβή για κάποια εργασία 2. (με ηθική σημασία) παρέχω ηθική αμοιβή ως πληρωμή για προσφερόμενη υπηρεσία, ανταμείβω, ανταποδίδω αρχ. Ι ενεργ. 1. δίνω ως αντάλλαγμα 2. παίρνω ως αντάλλαγμα 3. (για τόπο) … Dictionary of Greek
αργυραμοιβός — Εκείνος που ασχολείται επαγγελματικά με την ανταλλαγή ξένων νομισμάτων με το νόμισμα της χώρας του ή με την ανταλλαγή νομισμάτων διαφορετικών τόπων και κερδίζει από τη διαφορά που προκύπτει από τη σχετική πράξη. To επάγγελμα του α. είναι… … Dictionary of Greek
επημοιβός — ἐπημοιβός, όν και ός, ή, όν (Α) 1. αυτός που χρησιμεύει για αλλαγή, ανταλλακτικός («οὐ γὰρ πολλαὶ χλαῑναι ἐπημοιβοί τε χιτῶνες», Ομ. Οδ.) 2. επάλληλος, σταυρωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμοιβός (< αμείβω), το η λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής… … Dictionary of Greek