-
1 αμοθει
-
2 αμοθι
См. также в других словарях:
ἁμοθεί — ἀμοθεί , ἀμοθεί indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμοθεί — ἀμοθεὶ επίρρ. (Α) δίχως φιλονικία ή στασιασμό, αστασίαστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιθ. από ἀ στερ. + μόθος «μάχη»] … Dictionary of Greek
ἀμοθεί — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμόθι — ἀμοθεί indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)