-
1 αμοθεί
-
2 αμοθει
-
3 ἀμοθεί
Βλ. λ. αμοθεί -
4 ἁμοθεί
Βλ. λ. αμοθεί -
5 αμοθι
-
6 ἀμοθί
-
7 αμόθι
-
8 ἁμόθι
-
9 ἁμόθι
См. также в других словарях:
ἁμοθεί — ἀμοθεί , ἀμοθεί indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμοθεί — ἀμοθεὶ επίρρ. (Α) δίχως φιλονικία ή στασιασμό, αστασίαστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιθ. από ἀ στερ. + μόθος «μάχη»] … Dictionary of Greek
ἀμοθεί — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμόθι — ἀμοθεί indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)