Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀμοθί

См. также в других словарях:

  • αμόθι — ἁμόθι επίρρ. (Α) [ἁμὸς ΙΙ] από κοινού, ομαδικά, μαζί …   Dictionary of Greek

  • ἁμόθι — ἀμοθεί indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • sem-2 —     sem 2     English meaning: one     Deutsche Übersetzung: “eins” and “in eins zusammen, einheitlich, samt, with”     Material: 1. With vor dominant Zahlwortbedeutung “eins”: Arm. mi “eins” (*sm ii̯os); Gk. εἷς, ἕν, μία (*sems, *sem, *sm iǝ),… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»