Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀμνόν

См. также в других словарях:

  • ἀμνόν — ἀμνός lamb masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… …   Dictionary of Greek

  • σφένδαμνος — (acer). Γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των Aκεριδών, της τάξης των τερεβινθωδών. Λέγεται και άκερ και σφεντάμι. Περιλαμβάνει γύρω στα 200 είδη του βόρειου ημισφαίριου, από τα οποία ορισμένα απαντούν και στην Ελλάδα. Άλλα… …   Dictionary of Greek

  • PASCUA — unicum Romanorum vectigal aliquandiu fuit. Plain. l. 18. c. 3. Agrum male colere, Censorium probrum iudicabatur Etiam nunc in tabulis Censortis pascua dicuntur omnia, ex quibus populus reditus habet, quia diu hoc solum vectigal fuerat. Et quidem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ερείδω — (Α ἐρείδω) στηρίζω, ακουμπώ, υποστηρίζω νεοελλ. 1. κωπηλατώ με όλη μου τη δύναμη 2. ναυτ. φρ. έρειδε παράγγελμα που δίνεται στους κωπηλάτες τής πολεμικής λέμβου 3. (μέσ. και παθ.) ερείδομαι στηρίζομαι, βασίζομαι, έχω πεποίθηση («ερείδομαι στη… …   Dictionary of Greek

  • καλλιερώ — καλλιερῶ, έω (AM) παίρνω ευνοϊκά σημάδια κατά την τέλεση τής θυσίας μου, η θυσία μου στον θεό αποβαίνει ευπρόσδεκτη αρχ. 1. θυσιάζω με αίσιους οιωνούς, με ευνοϊκά σημεία («καλλιερήσαι ταῑς Νύμφαις τὸν ἀμνὸν») 2. (για θυσία) αποβαίνω ευνοϊκή,… …   Dictionary of Greek

  • Τζαγκαρόλας — Επώνυμο ενετικής οικογένειας της Κρήτης, μέλη της οποίας εξελληνίστηκαν με την επωνυμία Ζαγκαρόλας, Τσαγκαρόλας ή Τ. Μετά την οριστική κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους, ο Φραγκίσκος Τ. εγκαταστάθηκε στην Κεφαλονιά το 1669 και γράφτηκε στη… …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН КУКУЗЕЛЬ — [Пападопул; греч. ᾿Ιωάννης Κουκουζέλης Παπαδόπουλος, ὁ μαΐστωρ] († до 1341), прп. (пам. греч. 1 окт.; во 2 ю Неделю по Пятидесятнице в Соборе Афонских преподобных), маистор (руководитель придворного хора), мон. Великой Лавры на Афоне, визант.… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»