-
1 ἀμαρεῖν
ἀμαρεῖν· ἀκολουθεῖν, πείθεσθαι, ἁμαρτάνειν, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμαρεῖν
-
2 ἀμαρεῖν
Grammatical information: v.Origin: IE [Indo-European]X [probably] Gr.Etymology: The last explanation of the gloss can hardly be reconciled with the first; they should be separated. One compares Άμαριος, epithet of Zeus and Athena in Achaia (Aymard, Mél. Navarre 455-470); the word might mean `who brings together', cf. Όμᾱγυριος. Further one compares ἁμαρτῆ, ὁμαρτέω and ὅμηρος, s. s.vv.Page in Frisk: 1,86-87Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀμαρεῖν
-
3 Ἀμάριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀμάριος
См. также в других словарях:
Ομάριος — Ὁμάριος, ὁ (Α) προσωνυμία τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η προσωνυμία Ὁμάριος αντιστοιχεί στον αρχαιότερο τ. Ἁμάριος, επίθ. τού Διός ως προστάτη τών συνεδριάσεων τής Αχαϊκής Ομοσπονδίας, που οι αρχαίοι ταύτιζαν με τον Ὁμαγύριο Δία. Τόσο η προσωνυμία Ἁμάριος… … Dictionary of Greek
εφαμαρτώ — ἐφαμαρτῶ, έω (Α) εφομαρτώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἁμαρτώ «συγκεντρώνομαι» (< αμάρτυρο επίθ. *ἅμαρτος «συγκεντρωμένος» < ἁμαρεῖν «ακολουθείν, πείθεσθαι»)] … Dictionary of Greek