-
1 Ὁμάριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ὁμάριος
-
2 Ἀμάριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀμάριος
-
3 ὁμόριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμόριος
См. также в других словарях:
Ομάριος — Ὁμάριος, ὁ (Α) προσωνυμία τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η προσωνυμία Ὁμάριος αντιστοιχεί στον αρχαιότερο τ. Ἁμάριος, επίθ. τού Διός ως προστάτη τών συνεδριάσεων τής Αχαϊκής Ομοσπονδίας, που οι αρχαίοι ταύτιζαν με τον Ὁμαγύριο Δία. Τόσο η προσωνυμία Ἁμάριος… … Dictionary of Greek
ГОМАРИОН — • Homarĭon, Όμάριον или Άμάριον; так называлась священная роща, расположенная на востоке от ахейского города Эгиона (Α ίγιον); она была посвящена Зевсу Όμάριος (=Όμαγύριος); в ней находился алтарь Гестии; здесь, обыкновенно,… … Реальный словарь классических древностей
ομαρές — ὁμαρές (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁμοῡ, συμφώνως». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. Ομάριος] … Dictionary of Greek