Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ὁμαγύριος

См. также в других словарях:

  • ομαγύριος — ὁμαγύριος, ὁ (Α) βλ. ομηγύριος …   Dictionary of Greek

  • Ὁμαγύριος — of the assembly masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαγύριος — ὁμᾱγύριος , ὁμήγυρις assembly fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὁμαγυρίῳ — Ὁμαγύριος of the assembly masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГОМАРИОН —    • Homarĭon,          Όμάριον или Άμάριον; так называлась священная роща, расположенная на востоке от ахейского города Эгиона (Α ίγιον); она была посвящена Зевсу Όμάριος (=Όμαγύριος); в ней находился алтарь Гестии; здесь, обыкновенно,… …   Реальный словарь классических древностей

  • Homagyrivs — HOMAGYRIVS, i, Gr. Ὁμαγύριος, ου, ein Beynamen des Jupiters, welchem Agamemnon seinen besondern Tempel bey Aegios erbauete, als er daselbst die griechischen Fürsten zusammen brachte, um sich mit ihnen wider den Priamus zu berathschlagen. Pausan.… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • ομηγύριος — ὁμηγύριος, αττ. τ. και δωρ. τ. ὁμαγύριος, ὁ (Α) [ομήγυρις] 1. αυτός που συγκεντρώνει, που συγκαλεί 2. χαρμόσυνος, χαρούμενος, εύθυμος 3. προσωνυμία τού Διός στην Αχαΐα και ειδικότερα στο Αίγιο ως προστάτη τών ομηγύρεων …   Dictionary of Greek

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»