-
1 ἀμαλάπτω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμαλάπτω
-
2 αμαλαπτομέναν
-
3 ἀμαλαπτομέναν
-
4 ἀμαλός
Grammatical information: adj.Meaning: `weak, soft' (ep. poet.) said of young animal and men (Il.).Derivatives: Perhaps here ἀμαλ[λ]οῖ ἀφανίζει H. and ἀμαλάπτω (S.; = ἀμαλδύνω H.), after βλάπτω, δάπτω, s. Debrunner IF 21, 212.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Uncertain. Mostly connected with ἀμαλδύνω (q.v.), but this is just a guess. Further one connects ἀμβλύς (*ἀ-μλ-ύς); doubtful. Fur. 224 connects ἁπαλός, with Pre-Greek labial\/μ; possible but uncertain.Page in Frisk: 1,85Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀμαλός
См. также в других словарях:
αμαλάπτω — ἀμαλάπτω (Α) καταστρέφω, αφανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαλός, μεταπλασμένος ρηματικός τ. σε άπτω κατά το πρότυπο τών συνωνύμων ρ. βλάπτω, δαρδάπτω κ.τ.ό.] … Dictionary of Greek
αμαλός — ἀμαλός, ή, όν (Α) 1. (κυρίως για νεογνά ζώων) μαλακός, απαλός, τρυφερός 2. ασθενικός, αδύναμος 3. (ανώμαλος συγκριτικός) ἀμαλέστερος, α, ον. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικό επίθετο, γνωστό ήδη από τον Όμηρο, που χαρακτηρίζει νεογνά ζώων. Στον Ευριπίδη η λ.… … Dictionary of Greek
ἀμαλαπτομέναν — ἀμαλαπτομένᾱν , ἀμαλάπτω destroy pres part mp fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)