Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀμαλάπτω

См. также в других словарях:

  • αμαλάπτω — ἀμαλάπτω (Α) καταστρέφω, αφανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαλός, μεταπλασμένος ρηματικός τ. σε άπτω κατά το πρότυπο τών συνωνύμων ρ. βλάπτω, δαρδάπτω κ.τ.ό.] …   Dictionary of Greek

  • αμαλός — ἀμαλός, ή, όν (Α) 1. (κυρίως για νεογνά ζώων) μαλακός, απαλός, τρυφερός 2. ασθενικός, αδύναμος 3. (ανώμαλος συγκριτικός) ἀμαλέστερος, α, ον. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικό επίθετο, γνωστό ήδη από τον Όμηρο, που χαρακτηρίζει νεογνά ζώων. Στον Ευριπίδη η λ.… …   Dictionary of Greek

  • ἀμαλαπτομέναν — ἀμαλαπτομένᾱν , ἀμαλάπτω destroy pres part mp fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»