-
1 αμαλαπτομέναν
-
2 ἀμαλαπτομέναν
-
3 ἀμαλάπτω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμαλάπτω
См. также в других словарях:
ἀμαλαπτομέναν — ἀμαλαπτομένᾱν , ἀμαλάπτω destroy pres part mp fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)