Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀλφίτων

См. также в других словарях:

  • ἀλφίτων — ἄλφιτον barley groats neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀλφίτων — ἀλφίτων , ἄλφιτον barley groats neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste griechischer Phrasen/Rho — Rho Inhaltsverzeichnis 1 Ῥαδαμάνθους ὅρκος 2 Ῥαμνούσιος εἶ …   Deutsch Wikipedia

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • мягкий — мягок, мягка, мягко, укр. м᾽який, блр. мяккi, ст. слав. мѩкъкъ ἁπαλός (Супр.), болг. мек, ж. мека, сербохорв. мѐк, ж. мѐка, словен. стар. mekàk, ж. mehkà, совр. mehǝk, ж. mehka, чеш. měkky, слвц. mäkky, польск. miękki, в. луж. mjehki, н.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • LUGENDI Ritus — apud vett. Rom. variis legibus definitus fuit. Et quidem vestitum quod attinet, in luctu atrati fuêre, h. e. nigrâ, sive pullâ togâ induti. Togae huius meminit Cic. in Pisoniana: Iuv. Sat. 3. l. 1. v. 213. pullatos Proceres: Tac. in funere… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλφιτηρός — ἀλφιτηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα άλφιτα, τα άλευρα 2. ἀλφιτηρὸν ἀγγεῑον, δοχείο για τη φύλαξη αλφίτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον ( α) + παραγ. κατάλ. ηρός] …   Dictionary of Greek

  • αλφιτοποιία — ἀλφιτοποιία, η (Α) [ἀλφιτοποιός] παρασκευή αλφίτων, αλεύρων …   Dictionary of Greek

  • αλφιτοποιός — ἀλφιτοποιός, ο (AM) παρασκευαστής αλφίτων, αλεύρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον ( α) + ποιὸς < ποιῶ. ΠΑΡ. αρχ. ἀλφιτοποιία μσν. ἀλφιτοποιῶ] …   Dictionary of Greek

  • αλφιτοσκόπος — ἀλφιτοσκόπος, ο (Α) κατά τον Ησύχ. ο «ἀλφιτομάντις», αυτός που ασκεί τη μαντική τών αλφίτων, την αλευρομαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον ( α) + σκόπος < σκοπός] …   Dictionary of Greek

  • κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»