Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀλκυόνα

См. также в других словарях:

  • Ἀλκυόνα — Ἀλκυόνᾱ , Ἀλκυόνη fem nom/voc/acc dual Ἀλκυόνᾱ , Ἀλκυόνη fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλκυόνα — ἀλκυόνα , ἀλκυών kingfisher fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλκυόνα — και αλκυόνη, η (Α ἁλκυών, όνος) κάθε πουλί τής οικογένειας Alcedinidae (οικογένειας στην οποία ανήκει και το πουλί που είναι γνωστό στην Ελλάδα με την κοινή ονομασία ψαροφάγος) αρχ. μυθικό πτηνό που ταυτίστηκε με τον ψαροφάγο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι …   Dictionary of Greek

  • αλκυόνα — η το πουλί ψαροφάγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλκυόνα — ἀλκυών kingfisher fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλκυόνας — Ἀλκυόνᾱς , Ἀλκυόνη fem acc pl Ἀλκυόνᾱς , Ἀλκυόνη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκυόν' — ἀλκυόνα , ἀλκυών kingfisher fem acc sg ἀλκυόνι , ἀλκυών kingfisher fem dat sg ἀλκυόνε , ἀλκυών kingfisher fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλκυονίδες — (alcedinidae). Οικογένεια πουλιών της τάξης των κορακομόρφων. Είναι πουλιά μέτριου μεγέθους, με κοντό λαιμό, μεγάλο κεφάλι και μακρύ, ίσιο ράμφος. Τα φτερά τους έχουν ζωηρά χρώματα με μεταλλικές ανταύγειες. Το μήκος τους κυμαίνεται από 12 έως 42… …   Dictionary of Greek

  • αλκυονίς — ἀλκυονίς ( ίδος), η (Α) [ἀλκυών] 1. η αλκυόνα* 2. βλ. αλκυονίδες …   Dictionary of Greek

  • αλκυόνειος — ἀλκυόνειος, α, ον (Α) [ἀλκυών] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αλκυόνα ή μοιάζει με αυτήν 2. φρ. «ἀλκυόνειαι ἡμέραι», οι αλκυονίδες* …   Dictionary of Greek

  • αλκυών — η (Α ἀλκυών) βλ. αλκυόνα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»