-
1 αλεξάνεμος
-
2 ἀλεξάνεμος
-
3 αλεξανεμος
-
4 ἀλεξάνεμος
ἀλεξ-άνεμος, ον, = foreg., Od.14.529, Ph.1.666, Alciphr. 3.41:—also [suff] ἀλεξ-ήνεμος, ον, Eust.1767.43.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεξάνεμος
-
5 ἀλεξάνεμος
ἀλεξ-άνεμος: protecting against the wind, Od. 14.529†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀλεξάνεμος
-
6 ἀλεξάνεμος
ἀλεξ-άνεμος, Wind abwehrend; Beiname des Empedocles -
7 αλεξάνεμον
-
8 ἀλεξάνεμον
-
9 χλαῖνα
χλαῖνα, ion. χλαίνη, ein Oberkleid, ein Mantel, der über das Unterkleid, χιτών, geworfen wird, zum Schutze gegen Kälte u. Sturm, von Männern getragen; bei Hom., der sie deshalb ἀνεμοσκεπής u. ἀλεξάνεμος nennt, Il. 16, 224 Od. 14, 529; sie war von Wolle u. heißt deshalb οὔλη; oft purpurfarbig, φοινικόεσσα; ein doppelter Mantel, διπλῆ, Il. 10, 133; der einfache heißt ἁπλοΐς, 24, 230 Od. 24, 276; wurde über die Schultern geworfen, Od. 21, 118, u. mit einer Spange befestigt, Il. 10, 133. Man brauchte die χλαῖνα auch, um sich für den Schlaf damit zuzudecken, Od. 3, 359. 11, 189. 14, 500. 20, 4. 95; Theocr. 19, 19; als Kampfpreis ausgesetzt Il. 24, 230; Her. 2, 91; übh. Gewand, Aesch. Ag. 846; Soph. Trach. 537; σὺν τᾷδε τράγου χλαίνᾳ μελέᾳ Eur. Cycl. 80; öfters bei Ar. u. bei sp. D., einzeln auch in Prosa. – Vgl. χλανίς und χλαμύς. – Die Ableitung der alten Gramm. von χλιαίνω, wärmen, ist schwerlich richtig; Andere führen es auf χλάνος zurück; wahrscheinlich von ΛΑ'ΝΑ, lana, mit λάχνος, λάσιος verwandt.
-
10 αλεξανέμοιο
-
11 ἀλεξανέμοιο
-
12 αλεξανέμους
-
13 ἀλεξανέμους
-
14 αλεξανέμων
-
15 ἀλεξανέμων
-
16 αλεξάνεμα
-
17 ἀλεξάνεμα
-
18 αλεξάνεμοι
-
19 ἀλεξάνεμοι
-
20 κωλυσανέμας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωλυσανέμας
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αλεξάνεμος — ἀλεξάνεμος, ον (Α) ο ἀλεξήνεμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεξι* (< ἀλέξω) + ἄνεμος, με σίγηση τού ι . ΠΑΡ. αρχ. ἀλεξανεμία] … Dictionary of Greek
ἀλεξάνεμος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξάνεμον — ἀλεξάνεμος masc/fem acc sg ἀλεξάνεμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξανέμοιο — ἀλεξάνεμος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξανέμους — ἀλεξάνεμος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξανέμων — ἀλεξάνεμος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξάνεμα — ἀλεξάνεμος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξάνεμοι — ἀλεξάνεμος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ … Dictionary of Greek
αλεξανεμία — ἀλεξανεμία, η (Α) [ἀλεξάνεμος] προφύλαξη από τον άνεμο … Dictionary of Greek