-
1 αλγεινος
3(compar. ἀλγεινότερος и ἀλγίων, superl. ἀλγεινότατος и ἄλγιστος)1) болезненный, мучительный, горестный(πημοναί Aesch.; βίοτος Eur.; θάνατος Plat.)
2) страждущий, скорбящийοὐκ ἀ. ἐξεπέμπετο Soph. — он скончался без страданий
-
2 αλγεινός
η, όν1) болезненный, вызывающий боль;αλγεινή εγχείρησις — болезненная операция;
2) перен. печальный, скорбный (об известии и т. п.) -
3 αλγιων
-
4 αλεγεινος
-
5 αλγιστος
superl. к ἀλγεινος -
6 εκπεμπω
1) высылать, посылать(δῶρά τινι Her.; ναῦς καὴ πεζὰς στρατιάς, πρέσβεις, ἐκπέμπεσθαι ἐς Μυτιλήνην Thuc.; ἀμφοτέρους ὑπάτους Plut.)
ἀποικίας ἐ. Plat. — отправлять переселенцев, т.е. создавать колонии2) выделять, испускатьλαμπρὸν ἐ. σέλας Aesch. — испускать яркий свет;τὸ ὑγρὸν ἐ. Arst. — выделять влагу3) отсылать, выводить, увозить(τινὰ νεῶν, κειμήλια ἄνδρας ἐς ἀλλοδαπούς, med. τινα δόμου θύραζε Hom.; τοὺς ἀχρείους Xen.; τοὺς παῖδας καὴ τὰς γυναῖκας ἐκ τῆς πόλεως Isocr.)
4) вызывать(τινὰ ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν, med. τινα τῶν δωμάτων Soph.)
5) выносить(τὸν θανόντα δόμων Plut.)
6) вывозить, экспортировать(ὧν ἐπλεόναζον, med. τὰ πλεοναζοντα τῶν γιγνομένων Arst.)
7) удалять прочь, изгонять(τινὰ ἄτιμον, med. φυγάδας γῆς Soph.)
8) pass. умиратьοὐ στενακτὸς οὐδ΄ ἀλγεινὸς ἐξεπέμπετο Soph. — он скончался без стонов и страданий
-
7 στενακτος
См. также в других словарях:
ἀλγεινός — painful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλγεινός — ή, ό (Α ἀλγεινὸς και ἀλεγεινός, ή, όν) 1. αυτός που προκαλεί σωματικό πόνο, ο οδυνηρός 2. αυτός που δίνει ψυχικό πόνο, λυπηρός, θλιβερός αρχ. αυτός που αισθάνεται πόνο, που υποφέρει. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικός τ. *ἀλγεσ νὸς (< θ. τής λ. ἄλγος*) με… … Dictionary of Greek
αλγεινός — ή, ό αυτός που προκαλεί πόνο, θλίψη: Η συμπεριφορά του μου έκανε αλγεινή εντύπωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλγεινά — ἀλγεινός painful neut nom/voc/acc pl ἀλγεινά̱ , ἀλγεινός painful fem nom/voc/acc dual ἀλγεινά̱ , ἀλγεινός painful fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγεινότερον — ἀλγεινός painful adverbial comp ἀλγεινός painful masc acc comp sg ἀλγεινός painful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγεινοτάτων — ἀλγεινός painful fem gen superl pl ἀλγεινός painful masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγεινοτέραις — ἀλγεινός painful fem dat comp pl ἀλγεινοτέρᾱͅς , ἀλγεινός painful fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγεινοτέρων — ἀλγεινός painful fem gen comp pl ἀλγεινός painful masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγεινῶν — ἀλγεινός painful fem gen pl ἀλγεινός painful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγεινόν — ἀλγεινός painful masc acc sg ἀλγεινός painful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγεινότατα — ἀλγεινός painful adverbial superl ἀλγεινός painful neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)