Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αλγειν

См. также в других словарях:

  • ἀλγεῖν — ἀλγέω feel bodily pain pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγείν' — ἀλγεινά , ἀλγεινός painful neut nom/voc/acc pl ἀλγεινά̱ , ἀλγεινός painful fem nom/voc/acc dual ἀλγεινά̱ , ἀλγεινός painful fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀλγεινέ , ἀλγεινός painful masc voc sg ἀλγειναί , ἀλγεινός painful fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • болѣзновати — БОЛѢЗН|ОВАТИ (21), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. 1.То же, что болѣти в 1 знач.: болѣзнова близь см҃рти но б҃ъ его помилова. (ἠσϑένησε) ПНЧ XIV, 100а; Лазарь же съ гладомь и болѣзнью и пустотою всѩ лѣта брасѩ. не •л҃• и •и҃• лѣ(т) болѣзну˫а. но всю его жизнь.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • JURAMENTUM — in iudiciis et actionrbus, apud omnes semper gentes, cum circalitigantes, tum circa testes, non exigui usûs fuit: Unde Arist. μετα θείας παραλήφεως φάσις ἀναποδεικτος, cum divina sibi assumptione Dictio non demonstrabilis, Rhetoric. ad Alex.c. 18 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δημοφιλής — ές (AM δημοφιλής, ές) αυτός που έχει την αγάπη τού λαού, που αγαπιέται από τον λαό αρχ. αυτός που αγαπά το λαό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + φιλής, σιγμόληκτο σύνθετο από το ρ. φιλείν κατά το σχήμα αλγείν: αλγής (< άλγος, το) και φιλείν: φιλής (χωρίς …   Dictionary of Greek

  • κοσμοφιλής — κοσμοφιλής, ές (Μ) κοσμαγάπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + φιλής (< φιλώ, κατά το σχήμα αλγείν: αλγής (< άλγος, το) και φιλέιν: φιλής (χωρίς να υπάρχει φίλος, το), πρβλ. δημο φιλής, θεο φιλής] …   Dictionary of Greek

  • μελετώ — άω (ΑM μελετῶ, άω, Α και μελετῶ, έω) 1. προσπαθώ να μάθω ή να κατανοήσω κάτι με άσκηση ή με ανάγνωση, επιδίδομαι στη σπουδή ενός θέματος, σπουδάζω (α. «μὴ προμεριμνᾱτε τί λαλήσητε, μηδὲ μελετᾱτε», ΚΔ β. «μελετώ τη θεωρία τής σχετικότητας») 2.… …   Dictionary of Greek

  • χειριώ — και χειρῶ, άω, Α έχω χειράδες, σκασίματα στα χέρια («χειριᾱν δὲ ἐκάλουν τὸ κατερρῆχθαι τὰς χεῑρας ἤ ἀλγεῑν ἐκ κόπου», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ άς «σκάσιμο τών χεριών» + κατάλ. ιάω, ιῶ, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ἀρρωστ ιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • ՑԱՒԵՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 2 0912 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 10c, 12c ն. ἁλγεῖν ποιέω dolere facio. Ցաւօք տանջել. կսկծեցուցնել. ցաւ տալ. ցաւցընել. ... *Նա ցաւեցուցանէ, եւ միւսանգամ անդրէն հաստատէ. Յոբ. ՟Ե. 18: *Որքան զմարմինն ցաւեցուցանեն եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»