Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀλίμενος

См. также в других словарях:

  • ἀλίμενος — harbourless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλίμενος — η, ο (Α ἀλίμενος, ον) (για ακτή ή χώρα) που δεν έχει λιμάνι αρχ. αυτός που δεν παρέχει άσυλο, καταφύγιο, ο αφιλόξενος («ἀλίμενα ὄρη», «ἀλίμενος καρδία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λιμήν, ένος. ΠΑΡ. αρχ. ἀλιμενία, ἀλιμενότης] …   Dictionary of Greek

  • αλίμενος — η, ο αυτός που δεν έχει λιμάνι: Το νησί ουσιαστικά ήταν αλίμενο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλίμενον — ἀλίμενος harbourless masc/fem acc sg ἀλίμενος harbourless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιμένοις — ἀλίμενος harbourless masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιμένου — ἀλίμενος harbourless masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιμένους — ἀλίμενος harbourless masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιμένων — ἀλίμενος harbourless masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιμένῳ — ἀλίμενος harbourless masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλίμενα — ἀλίμενος harbourless neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλίμενοι — ἀλίμενος harbourless masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»