-
21 ἀλιμένῳ
-
22 αλιμένωι
-
23 ἀλιμένωι
-
24 αλιμένων
-
25 ἀλιμένων
-
26 αλίμενα
-
27 ἀλίμενα
-
28 αλίμενοι
-
29 ἀλίμενοι
-
30 προσεχής
προσεχ-ής, ές, of Place,A next to, π. σφίσι ἑστάναι, in battle, Hdt.9.28, cf. 102;νῆσος -εστάτη τῇ ἠπείρῳ Str.14.6.1
; ἔπλωον προσεχέες τῇ γῇ keeping close to.., Arr.Ind.33: c. gen., π. τῶν κρημνῶν (fort. τῷ κρημνῷ)νάπη D.H.1.32
; οὐδέν ἐστιν ἑτέρου λίθου π. σιδήρῳ καὶ κόλλῃ attached with.., Paus.8.37.3.b in geogr. sense, bordering upon, adjoining, c. dat.,Λίβυες οἱ π. Αἰγύπτῳ Hdt.3.91
: c. gen.,τὸ π. τοῦ κάτω κόσμου Arist.Mete. 340b12
, cf. Paus.8.4.3: abs., οἱ προσεχέες their next neighbours, Hdt.3.89,93.2 exposed to the wind,π. ἀκταὶ τοῖς ἐτησίαις Anon.
ap. Suid.;π. αἰγιαλὸς Λιβί Str.5.3.6
: abs.,π. καὶ ἀλίμενος Id.4.6.2
, cf. 5.4.4, D.H.3.44.3 closely connected, : [comp] Comp.,- έστερον νῷ Plot.5.4.2
: hence, appropriate, suitable, proper,ὑποθῆκαι π. τῇ πολιτικῇ διοικήσει Phld.Rh.2.272
S.;κυριώτατα καὶ -έστατα ὀνόματα D.H. Comp.3
;ἄγαλμα -έστατον τῇ λύρᾳ Philostr.Im.1.10
; παραδείγματα Aps.p.280 H. ([comp] Comp.).4 proximate, immediate, particular, κατὰ τὸ π. καὶ ἀκριβές, opp. κατὰ τὸν ἀνωτάτω λόγον, Placit.4.4.1; κατὰ τὸ π., opp. κατὰ κοινόν, Sor.2.44, cf. 1.4; τὰ π. καλούμενα μόρια (of the lower limb, viz. thigh, foot, etc.) Gal.7.735, cf. 1.465; τὸ π. τῆς φύσεως αὐτῆς (sc. τῆς ψυχῆς ) its particular nature, Plot.4.2.1;ἡ π. αἰτία Procl.Inst.31
;ὁ π. τοῦ κόσμου δημιουργός Jul.Gal. 99d
. Adv. - χῶς immediately, Id.Or.5.175a, Plot.2.1.5; τὰ π. γεννητικά τινος proximate sources or origins, Gal.5.677;π. συνηρτημένος Iamb.Myst.5.9
, cf. Porph.Intr.4.32, Dam.Pr. 102, al.II of Time, recently, Paul.Aeg.6.118.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσεχής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀλίμενος — harbourless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλίμενος — η, ο (Α ἀλίμενος, ον) (για ακτή ή χώρα) που δεν έχει λιμάνι αρχ. αυτός που δεν παρέχει άσυλο, καταφύγιο, ο αφιλόξενος («ἀλίμενα ὄρη», «ἀλίμενος καρδία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λιμήν, ένος. ΠΑΡ. αρχ. ἀλιμενία, ἀλιμενότης] … Dictionary of Greek
αλίμενος — η, ο αυτός που δεν έχει λιμάνι: Το νησί ουσιαστικά ήταν αλίμενο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλίμενον — ἀλίμενος harbourless masc/fem acc sg ἀλίμενος harbourless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιμένοις — ἀλίμενος harbourless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιμένου — ἀλίμενος harbourless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιμένους — ἀλίμενος harbourless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιμένων — ἀλίμενος harbourless masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιμένῳ — ἀλίμενος harbourless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλίμενα — ἀλίμενος harbourless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλίμενοι — ἀλίμενος harbourless masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)