-
1 ακινητος
2, редко Pind. 31) неподвижный, недвижимый Her., Pind., Plat.βῆναι ἐξ ἀκινήτου ποδός Soph. — отправиться неподвижной стопой, т.е. умереть
2) малоподвижный, ленивый, вялый(φρένες Arph., Plut.)
3) нетронутый, невспаханный(χώρα Plut.)
4) косный, бездеятельный(ὕλη Plut.)
5) неизменный(νόμιμα Thuc.; νόμοι Arst.)
ἀκίνητοι φυλακαί Eur. — несменившаяся стража6) неприкосновенный, заповедный, запретный, священный(τάφος Her.)
κινεῖν τὰ ἀκίνητα Soph., Her., Plat. — прикасаться к запретному, т.е. кощунствовать;τἀκινητ΄ ἔπη Soph. — слова, которые нельзя произносить, т.е. тайны7) непреклонный, неутолимый, упорный Soph.ἀ. ὑπὸ φόβου Plat. — неустрашимый
-
2 ακίνητος
ακίνητος, -η, -οнеподвижный, непереходящий (о церковных праздниках);ΦΡ.ακίνητη εορτή / γιορτή η — непереходящий праздник -
3 ακίνητος
-
4 ακίνητος
[акинитос] επ. неподвижный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακίνητος
-
5 ακίνητος
[акинитос] επ неподвижный. -
6 ανεγκλιτος
-
7 δυσαπαλλακτος
21) с трудом устранимый, неотвязный(ὀδύναι Soph.; πρόσταγμα Isocr.; ἔκστασις δ. καὴ ἀκίνητος Arst.; νόσος Plut.)
δ. γενέσθαι τῶν ἐμβρύων Arst. — иметь трудные роды2) с трудом отговариваемый(ἀφ΄ ἑκάστου λόγου Plat.)
-
8 εδραιος
3 и 21) удобный или предназначенный для сидения2) связанный с сидячим образом жизни(τέχναι Arst.)
3) ведущий сидячий образ жизни(οἱ τὰς τέχνας ἔχοντες Xen.)
4) сидячий(βίος Plut., Anth.)
5) неподвижный, твердый, устойчивый(βάσεις Plat.; ἀκίνητος καὴ ἑ. Arst.)
κάθησ΄ ἑ. Eur. — стой и не шевелись;ἑ. πρὸς τέν ἐργασίαν Arst. — выносливый в труде;τῷ βίῳ ἑ. Arst. — живучий6) постоянно пребывающий, безвыездно живущий(ἐν πόλει Plat.)
-
9 προσφυη
См. также в других словарях:
ἀκίνητος — unmoved masc nom sg ἀκίνητος unmoved masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακίνητος — η, ο (Α ἀκίνητος, ον) και ακούνητος, ιστός αυτός που δεν κινείται, ο ασάλευτος «στάθηκε ακίνητος» αρχ. «ἄστρα ἀκίνητα», οι απλανείς αστέρες (Πολυδ.) μσν. νεοελλ. ἀκίνητος ἑορτή γιορτή η οποία γιορτάζεται πάντα σε σταθερή ημερομηνία νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
ακίνητος — η, ο 1. αυτός που δεν κινήθηκε, ακούνητος: Στεκόταν πάντα στην ίδια θέση ακίνητος. 2. αυτός που δεν μπορεί να μετακινηθεί, να μετατεθεί: Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου είναι γιορτή ακίνητη. 3. «ακίνητη περιουσία», αυτή που αποτελείται από ακίνητα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκινητότερον — ἀκίνητος unmoved adverbial comp ἀκίνητος unmoved masc acc comp sg ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc comp sg ἀκίνητος unmoved adverbial comp ἀκίνητος unmoved masc acc comp sg ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινητοτέραις — ἀκίνητος unmoved fem dat comp pl ἀκινητοτέρᾱͅς , ἀκίνητος unmoved fem dat comp pl (attic) ἀκίνητος unmoved fem dat comp pl ἀκινητοτέρᾱͅς , ἀκίνητος unmoved fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινητότατα — ἀκίνητος unmoved adverbial superl ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc superl pl ἀκίνητος unmoved adverbial superl ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινητότατον — ἀκίνητος unmoved masc acc superl sg ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc superl sg ἀκίνητος unmoved masc acc superl sg ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινήτω — ἀκίνητος unmoved masc/neut nom/voc/acc dual ἀκίνητος unmoved masc/neut gen sg (doric aeolic) ἀκίνητος unmoved masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀκίνητος unmoved masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινήτως — ἀκίνητος unmoved adverbial ἀκίνητος unmoved masc acc pl (doric) ἀκίνητος unmoved adverbial ἀκίνητος unmoved masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκίνητον — ἀκίνητος unmoved masc acc sg ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc sg ἀκίνητος unmoved masc/fem acc sg ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινήτων — ἀκίνητος unmoved fem gen pl ἀκίνητος unmoved masc/neut gen pl ἀκίνητος unmoved masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)