-
1 immobile
ακίνητος -
2 nehybně
ακίνητος -
3 nehybný
ακίνητος -
4 nepohyblivý
ακίνητος -
5 nepojízdný
ακίνητος -
6 stojatý
ακίνητος -
7 motionless
ακίνητος -
8 stationary
ακίνητος -
9 nieruchomy
ακίνητος -
10 hareketsiz
ακίνητος, ακούνητος -
11 неподвижный
-
12 неподвижный
неподви́жн||ыйприл ἀκίνητος, ἀσάλευτος:\неподвижныйый взгляд τό ἀπλανές βλέμμα· \неподвижныйое лицо τό ἀπαθές πρόσωπο[ν]· быть \неподвижныйым μένω ἀκίνητος· \неподвижныйая цель воен. ὁ σταθερός στόχος. -
13 immobile
1) (not able to move or be moved: His leg was put in plaster and he was immobile for several weeks.) ακίνητος,ακινητοποιημένος2) (not moving; motionless: He crouched there immobile until they had gone.) ακίνητος•- immobilize
- immobilise -
14 недвижимый
επ., βρ: -жим, -а, -о κ. недвижимый βρ: -жим, -а, -о.1. ακίνητος, ακούνητος.2. (για περιουσία) ακίνητος•- ое имущество ή имение ακίνητη περιουσία.
-
15 неподвижный
επ., βρ: -жен, -жна, -жноακίνητος, ακούνητος, ασάλευτος•он остался -ым αυτός έμεινε ακίνητος•
-ые звзды απλανή αστέρια.
|| αδρανής αργοκίνητος, βραδυκίνητος. || χαλαρός, άτονος•неподвижный взгляд απλανές βλέμμα•
-ое лицо αδιάφορο (απαθές) πρόσωπο.
-
16 стоячий
-ая, -ееεπ.1. ορθός, όρθιος, ορθωμένος•стоячий воротник ορθός γιακάς•
в -ем положении σε όρθια στάση.
2. στάσιμος, στεκούμενος, λιμνάζων. || ακίνητος•стоячий воздух ακίνητος αέρας, άπνοια.
-
17 Immovable
adj.Obstinate: P. and V. αὐθάδης.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Immovable
-
18 Untouched
adj.V. ἄθικτος.Not taken in hand: V. ἀργός (Plat. Euthy. 272A).Untouched by thought of gain: V. κερδῶν, ἄθικτος (Æsch., Eum. 704).No man is untouched by ( free from) misfortunes: V. οὐδεὶς δὲ θνητῶν ταῖς τύχαις ἀκήρατος (Eur. H. F. 1314).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Untouched
-
19 недвижимость
η ακίνητη περιουσίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > недвижимость
-
20 неподвижно
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > неподвижно
См. также в других словарях:
ἀκίνητος — unmoved masc nom sg ἀκίνητος unmoved masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακίνητος — η, ο (Α ἀκίνητος, ον) και ακούνητος, ιστός αυτός που δεν κινείται, ο ασάλευτος «στάθηκε ακίνητος» αρχ. «ἄστρα ἀκίνητα», οι απλανείς αστέρες (Πολυδ.) μσν. νεοελλ. ἀκίνητος ἑορτή γιορτή η οποία γιορτάζεται πάντα σε σταθερή ημερομηνία νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
ακίνητος — η, ο 1. αυτός που δεν κινήθηκε, ακούνητος: Στεκόταν πάντα στην ίδια θέση ακίνητος. 2. αυτός που δεν μπορεί να μετακινηθεί, να μετατεθεί: Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου είναι γιορτή ακίνητη. 3. «ακίνητη περιουσία», αυτή που αποτελείται από ακίνητα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκινητότερον — ἀκίνητος unmoved adverbial comp ἀκίνητος unmoved masc acc comp sg ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc comp sg ἀκίνητος unmoved adverbial comp ἀκίνητος unmoved masc acc comp sg ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινητοτέραις — ἀκίνητος unmoved fem dat comp pl ἀκινητοτέρᾱͅς , ἀκίνητος unmoved fem dat comp pl (attic) ἀκίνητος unmoved fem dat comp pl ἀκινητοτέρᾱͅς , ἀκίνητος unmoved fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινητότατα — ἀκίνητος unmoved adverbial superl ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc superl pl ἀκίνητος unmoved adverbial superl ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινητότατον — ἀκίνητος unmoved masc acc superl sg ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc superl sg ἀκίνητος unmoved masc acc superl sg ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινήτω — ἀκίνητος unmoved masc/neut nom/voc/acc dual ἀκίνητος unmoved masc/neut gen sg (doric aeolic) ἀκίνητος unmoved masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀκίνητος unmoved masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινήτως — ἀκίνητος unmoved adverbial ἀκίνητος unmoved masc acc pl (doric) ἀκίνητος unmoved adverbial ἀκίνητος unmoved masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκίνητον — ἀκίνητος unmoved masc acc sg ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc sg ἀκίνητος unmoved masc/fem acc sg ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινήτων — ἀκίνητος unmoved fem gen pl ἀκίνητος unmoved masc/neut gen pl ἀκίνητος unmoved masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)