-
1 ακτένιστος
-
2 ἀκτένιστος
-
3 ακτενιστος
-
4 ἀκτένιστος
ἀκτένιστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκτένιστος
-
5 ακτένιστος
η, ο [ος, ον ] см. αχτένιστος -
6 ἀκτένιστος
-
7 ακτένιστον
-
8 ἀκτένιστον
-
9 κόμη
κόμη, ἡ, coma, das Haar, Haupthaar, Hom. u. Folgde; ξανϑή Il. 1, 197; τίλλειν κόμην, das Haar raufen, 22, 406; κείρασϑαι κόμην, sich das Haar scheeren, 23, 46 Od. 4, 198, gewöhnlicher Ausdruck der Trauer; κόμην κείρειν τινί, Einem zu Ehren, als Todtenopfer das Haar abschneiden, Il. 23, 146, vgl. 151. 152; auch im plur., κόμαι χαρίτεσσιν ὁμοῖαι 17, 51; κομᾶν πλόκαμοι Pind. P. 4, 82; φαιδίμα N. 1, 68; χρυσέᾳ κόμᾳ ϑάλλειν I. 6, 49, öfter; ἕλξειν ἔοιχ' ὑμᾶς ἀποσπάσας κόμης Aesch. Suppl. 883; κόμη δι' αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται, das Haar flattert ungekämmt in der Luft, Soph. O. C. 1263; βόστρυχοι ξανϑῆς κόμης Eur. Hel. 1240; καϑεῖσαν ἐς ὤμους κόμας, sie ließen das Haar auf die Schulter herabwallen, Bacch. 694; in Prosa, τὰς καλὰς ταύτας κόμας ἀποκερεῖ Plat. Phaed. 89 b; Folgende; – κόμαι πρόςϑετοι, falsche Haare, Xen. Cyr. 1, 3, 2, wie κομῶν προςϑέσεις Philostr. – Auch vom Barte, Epict. – Uebertr., vom Laube der Bäume; ἀπέκοψα κόμην τανυφύλλου ἐλαίης Od. 23, 195; Theophr.; Antiphil. 12 (IX, 71); auch von andern Gewächsen, vom Grafen. bes. vom Blumenstengel der Hyacinthen, vom Blätterdach der Palmen u. ä. – Auch der Lichtschweif des Kometen, Arist. meteor. 1, 8.
-
10 νη-πεκτής
νη-πεκτής, ές, = Folgdm, Hesych. ἀκτένιστος.
-
11 ακτενίστου
-
12 ἀκτενίστου
-
13 ακτενίστους
-
14 ἀκτενίστους
-
15 κόμη
κόμ-η, ἡ,A hair of the head, Il.22.406, etc.: less freq. in pl.,κὰδ δὲ κάρητος οὔλας ἧκε κόμας Od.6.231
; κόμαι Χαρίτεσσιν ὁμοῖαι (i.e. κόμαις Χαρίτων) Il.17.51; κόμην κείρειν, κείρεσθαι (v. κείρω) ; κόμην τρέφειν to let the hair grow long, Hdt.1.82;κ. φορεῖν PGnom. 188
(ii A.D.); ;καθεῖσαν εἰς ὤμους κόμας E.Ba. 695
; κόμαι πρόσθετοι false hair, wig, X.Cyr.1.3.2, etc.; δοῦλος ὢν κόμην ἔχεις; Ar.Av. 911; κόμης ἀνάπλεως unkempt, Plu.Cic.30.II metaph., foliage of trees, Od.23.195, Cratin.296, etc.;δόνακος App.BC4.28
; of herbs, Dsc.4.164.7, Gal.6.268; of corn,ληΐου κ. Babr.88.3
;λειμώνων κόμαι IG14.1389i
i 11; esp. = τραγοπώγων, Thphr.HP7.7.1, Dsc.2.143. -
16 κόμη
κόμη, ἡ, coma, das Haar, Haupthaar; τίλλειν κόμην, das Haar raufen; κείρασϑαι κόμην, sich das Haar scheren; gewöhnlicher Ausdruck der Trauer; κόμην κείρειν τινί, einem zu Ehren, als Totenopfer das Haar abschneiden; κόμη δι' αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται, das Haar flattert ungekämmt in der Luft; καϑεῖσαν ἐς ὤμους κόμας, sie ließen das Haar auf die Schulter herabwallen; κόμαι πρόςϑετοι, falsche Haare. Auch vom Barte. Übertr., vom Laube der Bäume; auch von andern Gewächsen, bes. vom Blumenstengel der Hyacinthen, vom Blätterdach der Palmen u. ä. Auch der Lichtschweif des Kometen
См. также в других словарях:
ἀκτένιστος — uncombed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακτένιστος — η, ο και αχτένιστος (AM ἀκτένιστος, ον) [κτενίζω] αυτός που δεν χτενίστηκε, ακατάστατος, ξεχτένιστος (νεολλ.) 1. (για τρίχες, νήματα κ.λπ.) αυτός που δεν τον επεξεργάστηκαν με ειδικό εργαλείο, με το χτένι, ο αλανάριστος, 2. (για λόγο, σύγγραμμα κ … Dictionary of Greek
ακτένιστος — η, ο βλ. αχτένιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκτένιστον — ἀκτένιστος uncombed masc/fem acc sg ἀκτένιστος uncombed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτενίστου — ἀκτένιστος uncombed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτενίστους — ἀκτένιστος uncombed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι … Dictionary of Greek