-
1 ἀκρό-πηλος
ἀκρό-πηλος, obenauf kothig, Polyb. 3, 55, 2.
-
2 πηλός
Grammatical information: m.Meaning: `loam, clay, mud, dung, bog' (IA.).Other forms: Dor. πᾱλός (Sophr., inscr.).Derivatives: πήλ-ινος `made of clay' (D., Arist.), - αῖος `id., living in mud' (Man., Paus.), - ώδης `loamy, muddy' (IA.), - ώεις `id.' (Opp.; after εὑρώεις a.o.; Chantraine Form. 274, Schwyzer 527); - όομαι, - όω, rarely with περι- a.o., `made of loam. etc., to be covered in, to ballast with clay' (late) with - ωσις f. `besmearing', - ωμα n. `mud' (Charis.). -- Expressive denominat. προ-πηλακίζω eig. "to tread in the mud before oneself" = `to treat contumeliously, to insult' (Att.) with - ισμός m. `dishonour, reproach' (IA.), - ισις f. `insulting' (Po.); on the diff. of meaning Röttger Substantivbildungen 19. Prob. direct from πηλός after other verbs in - ακ-ίζω ( πῆλαξ only as explanation of πηλακίζω EM 669, 49; also pap. IIIa; πηλακισμός Suid.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Without convincing etymology. Several hypotheses: to Lat. palūs f. `standing water' etc. (Curtius 275 a. A. after Bopp etc.; rejected by Bq); to OCS kalъ `mud, dung', Lat. squālus `dirty' (Meillet MSL 13, 291 f.; against this W.-Hofmann s.v.); to Lat. palleō `be pale', πελιός etc. (Schulze Kl. Schr. 112; here after sch. also palūs etc.). Byforms πάλκος πηλός H. (recalling Lith. pélkė f. `swamp, (peat)-marsh'), πάσκος πηλός H. (so πηλός from *πασ-λός?; Sommer Lautst. 74). On the phonetics still Forbes Glotta 36, 242; farreaching speculations on the morphology in Specht Ursprung 64, 117, 187, 234 (all quite uncertain). --Further details w. lit. in Bq, W.-Hofmann s. 2. palūs and 2. squālus, WP. 1, 441 u. 2, 53. - So unknown; Pre-Greek?Page in Frisk: 2,528-529Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πηλός
-
3 ἀκρόπηλος
ἀκρό-πηλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρόπηλος
-
4 ἀκρόπηλος
-
5 ακροπηλος
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
τροχός — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
ακρόπηλος — ἀκρόπηλος, ον (Α) αυτός τού οποίου η επιφάνεια είναι γεμάτη πηλό, λάσπη· [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πηλός] … Dictionary of Greek
όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… … Dictionary of Greek
Κονακρί — (Conakry). Πόλη (1.587.596 κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα της Γουινέας. Βρίσκεται στη νησίδα Τούμπο, κοντά στο άκρο της χερσονήσου Καλούμ, που προεκτείνεται στον Ατλαντικό. Η Κ., που αναπτύχθηκε ως λιμενικό κέντρο στην υπηρεσία των γεωργικών και… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek