-
1 ακροπηλος
-
2 ἀκρόπηλος
ἀκρό-πηλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρόπηλος
-
3 ἀκρόπηλος
-
4 ακροπήλων
-
5 ἀκροπήλων
См. также в других словарях:
ακρόπηλος — ἀκρόπηλος, ον (Α) αυτός τού οποίου η επιφάνεια είναι γεμάτη πηλό, λάσπη· [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πηλός] … Dictionary of Greek
ἀκροπήλων — ἀκρόπηλος muddy on the surface masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρο- — (I) Γλωσσ. α συνθετικό πλήθους συνθέτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος* ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους τού επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα τής κατηγορίας αυτής (ακρο Ι) σημαίνουν γενικά «τον… … Dictionary of Greek