Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀκοήν

См. также в других словарях:

  • ἀκοήν — ἀκοή hearing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • оглоушити — ОГЛОУШ|ИТИ (2*), ОУ, ИТЬ гл. 1.Заткнуть (уши): да избодуть си очи и ˫азыкъ. руцѣ же и нозѣ. и слуха да оглушать. да не сими съсуды грѣхъ будеть потѣхъ ѹму. (τὴν ἀκοὴν ἐπιβυσοτωσαν) ПНЧ к. XIV, 154в. 2. Лишить способности слышать: и призва г҃ь… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • освирѧти — ОСВИРѦ|ТИ (1*), Ю, ѤТЬ гл. Услаждать звуками свирели: не ѹтварѧимъ стегнъ. не насыщаимъ очесе. не освирѧимъ слуха. (μὴ ἀκοὴν καταυλήσωμεν) ГБ к. XIV, 4г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επιστύφω — ἐπιστύφω (Α) 1. (για φαγητά) προκαλώ το αίσθημα τού στυφού («ἐπιστύφοντα βρώματα») 2. ενοχλώ («τραχύτητας, ἐπιστυφούσας τήν άκοήν») 3. κατηγορώ, ελέγχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στύφω «κάνω κάτι στυφό»] …   Dictionary of Greek

  • ευκρινής — ές (ΑΜ εὐκρινής, ές) 1. σαφής, φανερός, καθαρός, διαυγής (α. «η άποψή σου έγινε πολύ ευκρινής» β. «τῆμος δ εὐκρινέες τ αὖραι καὶ πόντος ἀπήμων» όταν οι άνεμοι είναι σταθεροί και όχι συγκεχυμένοι, Ησίοδ. γ. «οὐκ εὐκρινές ἐστι πρὸς τὴν ἀκοήν» δεν… …   Dictionary of Greek

  • ξενίζω — (ΑΜ ξενίζω, Α ιων. και επικ. τ. ξεινίζω) [ξένος] 1. υποδέχομαι κάποιον ξένο και τόν περιποιούμαι, φιλοξενώ (α. «τὸν μὲν ἐγὼ... εὖ ἐξείνισσα», Ομ. Οδ. β. «ἀπικόμενος δὲ ἐξεινίζετο ἐν τοῑσι βασιληΐοισι ὑπό τοῡ Κροίσου», Ηρόδ.) 2. προκαλώ έκπληξη ή… …   Dictionary of Greek

  • προσενοχλώ — έω, Α ενοχλώ ή προσβάλλω επί πλέον (α. «προσενοχλέει τὴν ὄψιν», Ιπποκρ. β. «προσενοχλεῑν τὴν ἀκοήν», Φιλόδ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»