-
1 ακοινωνησία
ἀκοινωνησίᾱ, ἀκοινωνησίαnon-existence of community: fem nom /voc /acc dualἀκοινωνησίᾱ, ἀκοινωνησίαnon-existence of community: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀκοινωνησίᾱͅ, ἀκοινωνησίαnon-existence of community: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ακοινωνησια
ἥ отсутствие общностиδιὰ τέν ἀκοινωνησίαν Arst. — вследствие того, что нет общности владения
-
3 ακοινωνησία
ακοινωνησιά η необщительность, нелюдимость -
4 ακοινωνησία
ακοινωνησία ηотлучение от таинства Причастия, обычно как епитимья, наложенная ЦерковьюΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ακοινωνησία
-
5 ἀκοινωνησία
Βλ. λ. ακοινωνησία -
6 ἀκοινωνησίᾳ
Βλ. λ. ακοινωνησία -
7 ακοινωνησία
ηUngeselligkeit f -
8 ἀκοινωνησία
ἀκοιν-ωνησία, ἡ,II unsociableness, Stob.2.7.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκοινωνησία
-
9 ἀκοινωνησία
-
10 ακοινωνησίας
ἀκοινωνησίᾱς, ἀκοινωνησίαnon-existence of community: fem acc plἀκοινωνησίᾱς, ἀκοινωνησίαnon-existence of community: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 ἀκοινωνησίας
ἀκοινωνησίᾱς, ἀκοινωνησίαnon-existence of community: fem acc plἀκοινωνησίᾱς, ἀκοινωνησίαnon-existence of community: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 ακοινωνησίαι
-
13 ἀκοινωνησίαι
-
14 ακοινωνησίαν
-
15 ἀκοινωνησίαν
-
16 κοινωνία
κοινων-ία, ἡ,A communion, association, partnership,κ. μαλθακά Pi.P.1.97
;οὔτε φιλία ἰδιώταις οὔτε κ. πόλεσιν Th.3.10
;ὅτῳ δὲ μὴ ἔνι κ., φιλία οὐκ ἂν εἴη Pl.Grg. 507e
;ἐν ταῖς κ. τε καὶ ὁμιλίαις Id.Lg. 861e
, cf. Smp. 182c; ἡ περὶ.. ἀνθρώπους πρὸς ἀλλήλους κ. ib. 188c;ἐν διαλύσει τῆς κ. Id.R. 343d
; ἡ τῶν γυναικῶν κ. τοῖς ἀνδράσι, viz. co-education, ib. 466c; ἀνθρωπίνη κ. human society, Id.Plt. 276b;ἡ κ. ἡ πολιτική Arist.Pol. 1252a7
; αὕτη ἡ κ., of marriage, ib. 1334b33; πόλις ἡ γενῶν καὶ κωμῶν κ. ib. 1281a1; fellowship, Act. Ap.2.42, al.;ἡ πρὸς τὸν Δία κ. Arr.Epict.2.19.27
.b joint-ownership, PLond.2.311.2 (ii A.D.), etc.2 c. gen. objecti,λυγραὶ.. τῶν ὅπλων κ. E.HF 1377
; ; ; ἡ ἡδονῆς τε καὶ λύπης κ. συνδεῖ ib. 462b; ;βοηθείας καὶ φιλίας D.9.28
; βίου, of marriage, BGU1051.9 (Aug.);ἡ κ. τοῦ ἁγίου πνεύματος 2 Ep.Cor.13.14
(later, of Holy Communion, Just. Nov.7.11);κ. τῶν ἱερῶν Supp.Epigr.4.247
([place name] Panamara); τίς θαλάσσης βουκόλοις κ.; what have herdsmen to do with the sea? E.IT 254; τίς δαὶ κατόπτρου καὶ ξίφους κ.; Ar.Th. 140;λύπη μανίας κοινωνίαν ἔχει τινά Alex.296
; opp. ἀκοινωνησία, Dam.Pr. 423.IV Pythag. name for 2, Theol.Ar.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινωνία
См. также в других словарях:
ἀκοινωνησία — ἀκοινωνησίᾱ , ἀκοινωνησία non existence of community fem nom/voc/acc dual ἀκοινωνησίᾱ , ἀκοινωνησία non existence of community fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακοινωνησία — ακοινωνησία, η και ακοινωνησιά, η η έλλειψη κοινωνικότητας, η αποφυγή των συναναστροφών: Από καιρό τώρα τον χαρακτηρίζει αυτή η ακοινωνησιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκοινωνησίᾳ — ἀκοινωνησίᾱͅ , ἀκοινωνησία non existence of community fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακοινωνησία — η (Α ἀκοινωνησία) [ἀκοινώνητος] η έλλειψη κοινωνικότητας, η αποφυγή σχέσεων και συναναστροφών || μσν. νεοελλ. η απαγόρευση σε κάποιον να κοινωνήσει, να λάβει τη θεία Μετάληψη μσν. ο αφορισμός, η αποκοπή κάποιου από το σώμα τής Εκκλησίας αρχ. το… … Dictionary of Greek
ἀκοινωνησίας — ἀκοινωνησίᾱς , ἀκοινωνησία non existence of community fem acc pl ἀκοινωνησίᾱς , ἀκοινωνησία non existence of community fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοινωνησίαι — ἀκοινωνησίᾱͅ , ἀκοινωνησία non existence of community fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοινωνησίαν — ἀκοινωνησίᾱν , ἀκοινωνησία non existence of community fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
неприобьщениѥ — НЕПРИОБЬЩЕНИ|Ѥ (3*), ˫А с. Недопущение к причастию: си же, ц(с)рви радость творѧще, неприобьщениѥмь и потребленьѥмь Ѥуфимь˫а присѹдивша. (ἀκοινωνησίᾳ) ΓΑ XIII–XIV, 264в; пощеньѥ отинудь всѣмъ неприобще(н)ѥ. iли скончана акы дѣла. Оставленьѥ дѣ(л) … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άμικτος — η, ο (Α ἄμικτος, ον) 1. αυτός που δεν αναμίχθηκε ή δεν μπορεί να αναμιχθεί με άλλον 2. αμιγής, καθαρός αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν επικοινωνεί με άλλους, ακοινώνητος, αγροίκος, άγριος 2. σκυθρωπός, κατηφής, κακόκεφος 3. αυτός που δεν… … Dictionary of Greek
ακοινώνητος — η, ο (Α ἀκοινώνητος, ον) και ακοινώνιστος 1. ο μη κοινωνικός, όποιος αποφεύγει την επικοινωνία με τους άλλους 2. ο βάναυσος, ο απάνθρωπος 3. όποιος δεν κοινώνησε, δεν έλαβε τη θεία Μετάληψη «πέθανε ακοινώνητος» μσν. εκείνος που έχει αφοριστεί,… … Dictionary of Greek
αμιξία — ἀμιξία, η (Α) [ἄμικτος] 1. μη ανάμιξη, καθαρότητα 2. (για πρόσωπα) έλλειψη επιμιξίας ή επικοινωνίας, ακοινωνησία 3. φρ. «ἀμιξία χρημάτων», έλλειψη χρηματικών συναλλαγών … Dictionary of Greek