Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀκοινωνησίᾳ

См. также в других словарях:

  • ἀκοινωνησία — ἀκοινωνησίᾱ , ἀκοινωνησία non existence of community fem nom/voc/acc dual ἀκοινωνησίᾱ , ἀκοινωνησία non existence of community fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακοινωνησία — ακοινωνησία, η και ακοινωνησιά, η η έλλειψη κοινωνικότητας, η αποφυγή των συναναστροφών: Από καιρό τώρα τον χαρακτηρίζει αυτή η ακοινωνησιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκοινωνησίᾳ — ἀκοινωνησίᾱͅ , ἀκοινωνησία non existence of community fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακοινωνησία — η (Α ἀκοινωνησία) [ἀκοινώνητος] η έλλειψη κοινωνικότητας, η αποφυγή σχέσεων και συναναστροφών || μσν. νεοελλ. η απαγόρευση σε κάποιον να κοινωνήσει, να λάβει τη θεία Μετάληψη μσν. ο αφορισμός, η αποκοπή κάποιου από το σώμα τής Εκκλησίας αρχ. το… …   Dictionary of Greek

  • ἀκοινωνησίας — ἀκοινωνησίᾱς , ἀκοινωνησία non existence of community fem acc pl ἀκοινωνησίᾱς , ἀκοινωνησία non existence of community fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοινωνησίαι — ἀκοινωνησίᾱͅ , ἀκοινωνησία non existence of community fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοινωνησίαν — ἀκοινωνησίᾱν , ἀκοινωνησία non existence of community fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • неприобьщениѥ — НЕПРИОБЬЩЕНИ|Ѥ (3*), ˫А с. Недопущение к причастию: си же, ц(с)рви радость творѧще, неприобьщениѥмь и потребленьѥмь Ѥуфимь˫а присѹдивша. (ἀκοινωνησίᾳ) ΓΑ XIII–XIV, 264в; пощеньѥ отинудь всѣмъ неприобще(н)ѥ. iли скончана акы дѣла. Оставленьѥ дѣ(л) …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άμικτος — η, ο (Α ἄμικτος, ον) 1. αυτός που δεν αναμίχθηκε ή δεν μπορεί να αναμιχθεί με άλλον 2. αμιγής, καθαρός αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν επικοινωνεί με άλλους, ακοινώνητος, αγροίκος, άγριος 2. σκυθρωπός, κατηφής, κακόκεφος 3. αυτός που δεν… …   Dictionary of Greek

  • ακοινώνητος — η, ο (Α ἀκοινώνητος, ον) και ακοινώνιστος 1. ο μη κοινωνικός, όποιος αποφεύγει την επικοινωνία με τους άλλους 2. ο βάναυσος, ο απάνθρωπος 3. όποιος δεν κοινώνησε, δεν έλαβε τη θεία Μετάληψη «πέθανε ακοινώνητος» μσν. εκείνος που έχει αφοριστεί,… …   Dictionary of Greek

  • αμιξία — ἀμιξία, η (Α) [ἄμικτος] 1. μη ανάμιξη, καθαρότητα 2. (για πρόσωπα) έλλειψη επιμιξίας ή επικοινωνίας, ακοινωνησία 3. φρ. «ἀμιξία χρημάτων», έλλειψη χρηματικών συναλλαγών …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»