-
1 εὐ-κοινωνησία
εὐ-κοινωνησία, ἡ, das Wesen des εὐκοινώνητος, M. Anton. 11, 30.
-
2 ἀ-κοινωνησία
ἀ-κοινωνησία, ή, Mangel an Gemeinschaft, z. B. κτήσεων Arist. Pol. 2, 3; Sp.
-
3 ἀκοινωνησία
1 εὐ-κοινωνησία
εὐ-κοινωνησία, ἡ, das Wesen des εὐκοινώνητος, M. Anton. 11, 30.
2 ἀ-κοινωνησία
ἀ-κοινωνησία, ή, Mangel an Gemeinschaft, z. B. κτήσεων Arist. Pol. 2, 3; Sp.
3 ἀκοινωνησία