-
1 ακοινωνησια
ἥ отсутствие общностиδιὰ τέν ἀκοινωνησίαν Arst. — вследствие того, что нет общности владения
-
2 ακοινωνησία
ακοινωνησιά η необщительность, нелюдимость -
3 ακοινωνησία
ακοινωνησία ηотлучение от таинства Причастия, обычно как епитимья, наложенная ЦерковьюΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ακοινωνησία
См. также в других словарях:
ἀκοινωνησία — ἀκοινωνησίᾱ , ἀκοινωνησία non existence of community fem nom/voc/acc dual ἀκοινωνησίᾱ , ἀκοινωνησία non existence of community fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακοινωνησία — ακοινωνησία, η και ακοινωνησιά, η η έλλειψη κοινωνικότητας, η αποφυγή των συναναστροφών: Από καιρό τώρα τον χαρακτηρίζει αυτή η ακοινωνησιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκοινωνησίᾳ — ἀκοινωνησίᾱͅ , ἀκοινωνησία non existence of community fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακοινωνησία — η (Α ἀκοινωνησία) [ἀκοινώνητος] η έλλειψη κοινωνικότητας, η αποφυγή σχέσεων και συναναστροφών || μσν. νεοελλ. η απαγόρευση σε κάποιον να κοινωνήσει, να λάβει τη θεία Μετάληψη μσν. ο αφορισμός, η αποκοπή κάποιου από το σώμα τής Εκκλησίας αρχ. το… … Dictionary of Greek
ἀκοινωνησίας — ἀκοινωνησίᾱς , ἀκοινωνησία non existence of community fem acc pl ἀκοινωνησίᾱς , ἀκοινωνησία non existence of community fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοινωνησίαι — ἀκοινωνησίᾱͅ , ἀκοινωνησία non existence of community fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοινωνησίαν — ἀκοινωνησίᾱν , ἀκοινωνησία non existence of community fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
неприобьщениѥ — НЕПРИОБЬЩЕНИ|Ѥ (3*), ˫А с. Недопущение к причастию: си же, ц(с)рви радость творѧще, неприобьщениѥмь и потребленьѥмь Ѥуфимь˫а присѹдивша. (ἀκοινωνησίᾳ) ΓΑ XIII–XIV, 264в; пощеньѥ отинудь всѣмъ неприобще(н)ѥ. iли скончана акы дѣла. Оставленьѥ дѣ(л) … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άμικτος — η, ο (Α ἄμικτος, ον) 1. αυτός που δεν αναμίχθηκε ή δεν μπορεί να αναμιχθεί με άλλον 2. αμιγής, καθαρός αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν επικοινωνεί με άλλους, ακοινώνητος, αγροίκος, άγριος 2. σκυθρωπός, κατηφής, κακόκεφος 3. αυτός που δεν… … Dictionary of Greek
ακοινώνητος — η, ο (Α ἀκοινώνητος, ον) και ακοινώνιστος 1. ο μη κοινωνικός, όποιος αποφεύγει την επικοινωνία με τους άλλους 2. ο βάναυσος, ο απάνθρωπος 3. όποιος δεν κοινώνησε, δεν έλαβε τη θεία Μετάληψη «πέθανε ακοινώνητος» μσν. εκείνος που έχει αφοριστεί,… … Dictionary of Greek
αμιξία — ἀμιξία, η (Α) [ἄμικτος] 1. μη ανάμιξη, καθαρότητα 2. (για πρόσωπα) έλλειψη επιμιξίας ή επικοινωνίας, ακοινωνησία 3. φρ. «ἀμιξία χρημάτων», έλλειψη χρηματικών συναλλαγών … Dictionary of Greek