-
1 ακατάσχετος
-
2 ἀκατάσχετος
-
3 ἀκατάσχετος
ἀκατάσχετος, ον (κατέχω ‘hold back, control’; Hipparch. in Stob. 4, 44, 81; Diod S 17, 38; Plut., Mar. 432 [44, 10]; Aelian, NA 4, 48 ἀ. ὁρμῇ; Xenophon Eph. 1, 3, 4 ἔρως; POxy 684, 19 [restored]; Philo, Det. Pot. Ins. 110, Deus Imm. 138, Somn. 2, 275; Jos., Bell. 2, 407; Ps.-Phoc. 96; Job 31:11; 3 Macc 6:17) uncontrollable ἀκατασχέτῳ θυμῷ w. uncontr. anger MPol 12:2; Js 3:8 v.l. (s. ἀκατάστατος). -
4 ἀκατάσχετος
-ος,-ον + A 0-0-0-1-1=2 Jb 31,11; 3 Mc 6,17 -
5 ἀκατάσχετος
A not to be checked,ὁρμή Hipparch.
ap. Stob.4.44.81, cf. Onos.1.3;δάκρυα D.S.17.38
; of persons, uncontrollable, Phld.Piet.86, Apollon.Mir.40, Plu.Mar.44. Adv.- τως D.S.17.34
, Plu.Cam.37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκατάσχετος
-
6 ακατασχέτω
ἀκατάσχετοςnot to be checked: masc /fem /neut nom /voc /acc dualἀκατάσχετοςnot to be checked: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)——————ἀκατάσχετοςnot to be checked: masc /fem /neut dat sg -
7 ακατασχέτως
ἀκατάσχετοςnot to be checked: adverbialἀκατάσχετοςnot to be checked: masc /fem acc pl (doric) -
8 ἀκατασχέτως
ἀκατάσχετοςnot to be checked: adverbialἀκατάσχετοςnot to be checked: masc /fem acc pl (doric) -
9 ακατάσχετον
ἀκατάσχετοςnot to be checked: masc /fem acc sgἀκατάσχετοςnot to be checked: neut nom /voc /acc sg -
10 ἀκατάσχετον
ἀκατάσχετοςnot to be checked: masc /fem acc sgἀκατάσχετοςnot to be checked: neut nom /voc /acc sg -
11 ακατασχέτοις
-
12 ἀκατασχέτοις
-
13 ακατασχέτου
-
14 ἀκατασχέτου
-
15 ακατασχέτους
-
16 ἀκατασχέτους
-
17 ακατασχέτων
-
18 ἀκατασχέτων
-
19 ακατάσχετα
-
20 ἀκατάσχετα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀκατάσχετος — not to be checked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατάσχετος — η, ο (Α ἀκατάσχετος, ον) αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να συγκρατηθεί, να αναχαιτιστεί, να σταματήσει «ακατάσχετη ορμή, φλυαρία, αιμορραγία» νεοελλ. 1. αυτός που δεν κατασχέθηκε αναγκαστικά (για την ικανοποίηση τού δανειστή) ή που δεν υπόκειται … Dictionary of Greek
ακατάσχετος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι δυνατό να συγκρατηθεί, να αναχαιτιστεί: Έπαθε μια ακατάσχετη αιμορραγία. 2. αυτός που δεν επιτρέπεται να κατασχεθεί: Ο μισθός είναι ακατάσχετος. 3. το ουδ. ως ουσ., το ακατάσχετο η ιδιότητα του ακατάσχετου: Το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκατασχέτω — ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατασχέτως — ἀκατάσχετος not to be checked adverbial ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάσχετον — ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem acc sg ἀκατάσχετος not to be checked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατασχέτοις — ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατασχέτου — ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατασχέτους — ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατασχέτων — ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατασχέτῳ — ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)