-
1 ἀκατάσχετος
A not to be checked,ὁρμή Hipparch.
ap. Stob.4.44.81, cf. Onos.1.3;δάκρυα D.S.17.38
; of persons, uncontrollable, Phld.Piet.86, Apollon.Mir.40, Plu.Mar.44. Adv.- τως D.S.17.34
, Plu.Cam.37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκατάσχετος
См. также в других словарях:
εύσχετος — εὔσχετος, ον (Α) αυτός που συγκρατείται εύκολα στη θέση του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σχετος (< έχω), πρβλ. ακατά σχετος ά σχετος] … Dictionary of Greek
ημίσχετος — ἡμίσχετος, ον (Α) 1. αυτός που κατέχει το ήμισυ ή που σχετίζεται κατά το ήμισυ με κάποιον ή με κάτι 2. το ουδ. ως ουσ. τo ἡμίσχετον η κατά το ήμισυ σχέση ή κατοχή. επίρρ... ἡμισχέτως (Α) με τρόπο ημίσχετο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σχετος (< θ. σχ … Dictionary of Greek