Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀθήρη

См. также в других словарях:

  • ἀθήρη — fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθηρῶν — ἀθήρη fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθήραις — ἀθήρη fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθήρης — ἀθήρη fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθήρα — ἀθήρᾱ , ἀθήρη fem nom/voc/acc dual ἀθήρᾱ , ἀθήρη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθήρας — ἀθήρᾱς , ἀθήρη fem acc pl ἀθήρᾱς , ἀθήρη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθάρη — ἀθάρη, η και ἀθήρη, η (Α) χοντροαλεσμένο σιτάρι και ο πηχτός ζωμός που παρασκευάζεται από αυτό, πιθ. το νεοελλ. χόντρος ή μπληγούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνειο αιγυπτιακό. ΠΑΡ. ἀθαρώδης, ἀθήρωμα] …   Dictionary of Greek

  • αθήρα — ἀθήρα και ἀθήρη, η (Μ) η αθάρα* …   Dictionary of Greek

  • αθήρωμα — Κίτρινη λιπώδης πλάκα που σχηματίζεται στην επιφάνεια του έσω χιτώνα των αρτηριών και προκαλεί τη νόσο που λέγεται αθηρωματοσκλήρυνση ή αρτηριοσκλήρωση. * * * ἀθήρωμα, το (Α) Ιατρ. παθολογική άθροιση λιπαρών ουσιών στον έσω χιτώνα τών αρτηριών.… …   Dictionary of Greek

  • ἀθήραν — ἀθήρᾱν , ἀθήρη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθήρᾳ — ἀθήρᾱͅ , ἀθήρη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»