-
1 αθήρη
-
2 ἀθήρη
-
3 ἀθηρη-λοιγός
ἀθηρη-λοιγός, Hachelverderber, heißt die Worfschaufel Od. 11, 128. 23, 275; vgl. ἀϑηρόβρωτον.
-
4 ἀθηρηλοιγός
ἀθηρη-λοιγός (ἀθήρ, λοιγός): chaffdestroyer, designation of a winnowingshovel in Teiresias' prophecy to Odysseus, Od. 11.128, Od. 23.275.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀθηρηλοιγός
-
5 αθήρα
ἀθήρᾱ, ἀθήρηfem nom /voc /acc dualἀθήρᾱ, ἀθήρηfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀθήρᾱͅ, ἀθήρηfem dat sg (attic doric aeolic) -
6 αθήρας
-
7 ἀθήρας
-
8 ἀθάρη
-
9 ἀθήρα
-
10 αθηρηλοιγος
ὅ досл. истребитель мякины, т.е. лопата для провеивания зерна, ручная веялка Hom. -
11 αθηρών
-
12 ἀθηρῶν
-
13 αθήραις
-
14 ἀθήραις
-
15 αθήραν
-
16 ἀθήραν
-
17 αθήρης
-
18 ἀθήρης
-
19 ἀθήρα
-
20 ἀθήρωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀθήρωμα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀθήρη — fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθηρῶν — ἀθήρη fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθήραις — ἀθήρη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθήρης — ἀθήρη fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθήρα — ἀθήρᾱ , ἀθήρη fem nom/voc/acc dual ἀθήρᾱ , ἀθήρη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθήρας — ἀθήρᾱς , ἀθήρη fem acc pl ἀθήρᾱς , ἀθήρη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθάρη — ἀθάρη, η και ἀθήρη, η (Α) χοντροαλεσμένο σιτάρι και ο πηχτός ζωμός που παρασκευάζεται από αυτό, πιθ. το νεοελλ. χόντρος ή μπληγούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνειο αιγυπτιακό. ΠΑΡ. ἀθαρώδης, ἀθήρωμα] … Dictionary of Greek
αθήρα — ἀθήρα και ἀθήρη, η (Μ) η αθάρα* … Dictionary of Greek
αθήρωμα — Κίτρινη λιπώδης πλάκα που σχηματίζεται στην επιφάνεια του έσω χιτώνα των αρτηριών και προκαλεί τη νόσο που λέγεται αθηρωματοσκλήρυνση ή αρτηριοσκλήρωση. * * * ἀθήρωμα, το (Α) Ιατρ. παθολογική άθροιση λιπαρών ουσιών στον έσω χιτώνα τών αρτηριών.… … Dictionary of Greek
ἀθήραν — ἀθήρᾱν , ἀθήρη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθήρᾳ — ἀθήρᾱͅ , ἀθήρη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)